“Στη ζωή μου ισορροπώ ανάμεσα σε αυτό που επιθυμώ και αυτό που μου επιβάλλεται. Παίζω με τα όρια μου. Φλερτάρω μαζί τους και τα σκανδαλίζω. Μου αρέσει να τα προκαλώ να τρέμουν, να λυγίζουν έτοιμα να σπάσουν. Έπειτα οσπισθοσχωρώ. Χαμογελάω από ικανοποίηση ότι πάλι τα άγγιζα με την άκρη των δαχτύλων μου. Δεν τα ξεπέρασα. Αρκεί που τα ακούμπησα. Έμαθα πού βρίσκονται.
Αν δεν παίξεις άλλωστε με τα όρια σου πώς θα μάθεις ποιά είναι; Ρίσκο. Κάποιες φορές προκαλεί ανατριχήλα αυτή η αίσθηση ανεπαίσθητου κινδύνου. Τελευταία στιγμή σταματάω. Πισωπατώ και τα κοιτάζω.
Εγώ μόνο ορίζω και γνωρίζω Εμένα. Κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει τις βαθύτερες ανάγκες μου όσο και να το θέλει. Για τους άλλους είμαι οι προσδοκίες τους. Οι φοβίες τους. Οι ανασφάλειες τους. Τα θέλω τους που ξεψύχησαν ένα βράδυ από έλλειψη οξυγόνου όταν καταπλακώθηκαν από μια ταμπέλα. Αποτελεί ένα είδος εξιλέωσης και ταυτόχρονα ανακούφισης, να σκύψουν, να πιάσουν μια πεσμένη ταμπέλα και να την πετάξουν στον άλλο. Ανακουφίζει αλήθεια. Δεν αισθάνονται μόνοι. Οφθαλμαπάτη”.
Ένας θόρυβος την τράβηξε από τις σκέψεις της. Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. Έφτιαξε τα μαλλιά της που είχε ανακατέψει ο αέρας.Κοίταξε μπροστά της. Ένας δρόμος πεταμένες ταμπέλες φώναζαν. Η Ελευθερία χαμογέλασε και πήρε φόρα.
Σε μια κοινωνία που οι ταμπέλες βρίσκονται διάσπαρτες στα πόδια μας οικτίροντας να τις μαζέψουμε και να τους δώσουμε ζωή η Ελευθερία προτιμούσε να τις πατάει. Λάτρευε τον ήχο που προκαλούσε το σμίξιμο της γυμνής πατούσας της και της ταμπέλας.
Κάθε φορά που έλιωνε μια στο πέρασμα της απελευθέρωνε την αλήθεια, το συναίσθημα, την επιθυμία και την ελπίδα. Έπειτα, αφού στροβιλίζονταν γύρω από το κεφάλι της σα δορυφόροι, έφευγαν μακρυά χορεύοντας με τον άνεμο μέχρι να βρεθεί μια ασυμβίβαστη ψυχή να τις αρπάξει και να τις κάνει δικές της.
Η Ελευθερία στεκόταν για λίγο και τις χάζευε. Έπειτα χαμογελώντας αμυδρά γυρνούσε την πλάτη της και συνέχιζε το δρόμο της. Αυτό με τις σκόρπιες ταμπέλες. Γούσταρε να τους δίνει τη χαριστική βολή. Να τις λιώνει.
Κάθε φορά που κάποιος αδύναμος/ανασφαλής άπλωνε το χέρι του και μάζευε μια , η ταμπέλα μεταμορφώνονταν σε αδηφάγο τέρας. Κάλυπτε την ανθρώπινη υπόσταση, την έδενε με αλυσίδες και λίγο πριν αφανίσει την ψυχή της , την κατασπάραζε.
Η Ελευθερία αντιδρούσε. Αρνούνταν πεισματικά να φέρει το βάρος τους.
Οι άνθρωποι που δε δέχονται ταμπέλες αρνούνται να βάλουν σε άλλους. Νόμος.
Αυτοί που δε συμβιβάζονται στη μάζα ξέρουν καλά ότι όταν δείχνουν ένα άνθρωπο με τα υπόλοιπα τέσσερα δείχνουν τον εαυτό τους.
Απελευθερωμένοι από ότι υποβιβάζει την προσωπικότητα τους και σίγουροι για τον εαυτό τους ακολουθούν τον ίδιο δρόμο που επέλεξε η Ελευθερία. Αυτόν των ταμπέλων που εκλιπαρούν σα σειρήνες κάποιον να τις βοηθήσει. Και τις πατάνε. Είναι πάνω από αυτές. Θέλει δύναμη και τόλμη να αποφύγει κάποιος τη μαζοποίηση. Να πλέει με ανοιχτά πανιά κόντρα στον άνεμο της υποταγής. Να παλέψει με τα θεριά των προσδοκιών του άλλου. Να κόψει τα δεσμά από οσους τον κρατάνε κολημένο πίσω. Και πάνω από όλα να ανάψει ένα σπίρτο και να κάψει όποια ταμπέλα βρεθεί στο δρόμο του και να την κάνει στάχτες.
Δεν καταλαβαίνει η Ελευθερία από ταμπέλες και δεσμώτες. Δεν υποτάσσεται η ψυχή της σε φθηνές κριτικές και καλογυαλισμένες ταμπέλες που της πετάνε πρόχειρα άλλοι προκειμένου να δώσουν ιδιότητα σε ό,τι αισθάνεται και το κυριότερο σε αυτό που είναι.
Και όταν κάποιος τολμήσει να της πει κάτι σχετικό εκείνη αφοπλιστικά απαντάει :
“Κανείς δεν ενδιαφέρεται πώς αισθάνεσαι το βράδυ όταν ξαπλώσεις πριν κοιμηθείς; Λίγο μυαλο θέλει! Εσένα γιατί σε νοιάζει τόσο η άποψη τους. Γιατί κρεμάς την ευτυχία σου σε μια λεπτή κλωστή που μπορεί ανα πάσα ώρα και στιγμή να κοπεί ; Αξίζει; “
My heart is like an open highway
Like Frankie said, “I did it my way”
I just wanna live while I’m alive
‘Cause it’s my life