Μ.: Τι είναι η φυσιολογικότητα; Τι πάει να πει «να είσαι κανονικός»; Ποιος θα μας το πει; Εγώ θυμώνω κιόλας τώρα. Ποιος έχει τη δικαιοδοσία να πει τι είναι η normalité. Δεν έχει κανείς. Δηλαδή, άμα γίνεσαι καλά και μπαίνεις στην κανονικότητα, μήπως χάνεις πολλά πράγματα; Μήπως χάνεις τη διορατικότητά σου; Το ένστικτο; Την αγριάδα σου; Τον πεσιμισμό σου, που καμιά φορά κι ο πεσιμισμός έχει πολύ μεγάλη σημασία; Άμα δεις τους μεγάλους φιλοσόφους, είναι όλοι πεσιμιστές. Όλοι.
Φ.: Μια θεραπεία που σε υποχρεώνει να είσαι έτσι φυσιολογικός, δεν είναι θεραπεία.
Μ.: Το έχω δοκιμάσει από πρώτο χέρι. Κι ενώ γινόμουν καλά εξωτερικά, δηλαδή πήγαινα στην πισίνα, έβγαινα έξω για καφέ, κλπ., μέσα μου βαθιά ήμουνα πολύ δυστυχισμένη. Πολύ δυστυχισμένη. Ενώ έκανα «αυτό που έπρεπε», εντός εισαγωγικών. Η φυσιολογικότητα είναι μια ψεύτικη ιστορία. Εγώ δεν πιστεύω στη φυσιολογικότητα.
Φ.: Ισορροπίες τρόμου. Ακροβάτης και ισορροπιστής πρέπει να είναι ο θεραπευτής. Να μην υποκύπτει στον καθησυχασμό του ανούσιου και του μέσου όρου, αλλά και να μην υποθάλπει την έλξη των άκρων, της νύχτας και του σκοταδιού. Δύσκολο να είναι κανείς ακροβάτης.
Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως; (εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα