Σε κάθε διαφορετικότητα, κρύβεται μέσα και το δικό σου πρόσωπο.
γράφει η Θέκλα Μαντζάνα
Μιλάς με ανθρώπους τριγυρνώντας στις πλατείες, πίνοντας ένα ουζάκι στα ταβερνάκια της γειτονιάς, ανταλλάσσεις κουβέντες με τη φουρνάρισσα που κάθε πρωί σου δίνει το φρέσκο σου καρβέλι, μιλάς, μιλάς, μιλάς. Ονειρεύεσαι, γελάς και αγαπάς. Αγαπάς πολύ και με πάθος. Το σύντροφο σου, τα παιδιά σου, τους γονείς σου, και χαίρεσαι..χαίρεσαι τη πρώτη μυρωδιά της Άνοιξης, τις πρώτες φράουλες που τρώς τα καλοκαιρινά βράδια στη βεράντα σου κοιτώντας τους περαστικούς από κάτω, τα χαμόγελα και την αποδοχή εκείνων που σ’αγαπούν, τη γεύση του κρασιού τα απογεύματα με καλή παρέα, το τραγούδι που είχες καιρό ν’ακούσεις και τόσο αγαπάς…
Το λοιπόν αγαπάς, γελάς και χαίρεσαι. Και μαζί μ’αυτά που σε κάνουν άνθρωπο, έχεις κι αυτά που σ’έχουν καμωμένο ζώο. Άγρια και κτηνώδη ένστικτα και μανία, μανία, μανία.Κομματιάζεις ανελέητα και βιαστικά τους ανθρώπους σε κατηγορίες για να εξουσιάσεις την ανάγκη σου να ταξινομείς. Παραπετάς απο δω κι απο κει άντρες, γυναίκες, παιδιά σαν να ξεδιαλέγεις τα σκάρτα σπόρια της φακής που πρόκειται να σιγοβράσεις στο καζάνι. Περιθωριακός αυτός, ξένος ο άλλος, περίεργος ο τάδε, φρικιό ο δείνα! Κι εδώ, κι εκεί, και παραδίπλα, τους κρεμάς με μανταλάκια και στη μια κατηγορία, και στην άλλη. Και τελικά όποια δε σου κάνει απ’αυτές δε τη πετάς. Όχι, αν δε την εξευτελίσεις για να ταΐσεις τα ποταπά σου εγωιστικά κίνητρα και ένστικτα, δε θα την αφήσεις. Θα τη διασύρεις πρώτα όπως της αρμόζει. Με λέξεις αισχρές, βλέμματα άδεια και γεμάτα μίσος, πράξεις που ταιριάζουν μόνο σε ζούγκλα. Θα κάνεις ότι μπορείς να απομονώσεις, και να αφοπλίσεις αυτό που σε τρομάζει… Πάντα σε τρόμαζε και θα σε τρομάζει το διαφορετικό από σένα και τη νόρμα. Το αλλιώτικο. Μόνο τα παρόμοια είναι καλά και ωραία. Οι παρόμοιες κουβέντες, τα παρόμοια ρούχα, οι παρόμοιες ματιές. Όλα τα άλλα είναι ξένα. Είναι απειλητικά.
Αυτό θα πείς εσύ άνθρωπε, εσύ που ζείς, γελάς, ονειρεύεσαι και αγαπάς, αύριο μεθαύριο στα παιδιά σου. Να φοβούνται το αλλιώτικο και να είναι καχύποπτοι μ’αυτό. Κι έτσι θα χεις κάνει το χρέος σου.Θα τα κάνεις κι εκείνα… παρόμοια!
Κι έτσι θα κλείσεις τη μικρή σου ζωούλα περιχαρής μα φοβισμένος.
Πώς άνθρωπε; Πώς τα κάνεις όλα αυτά; Πώς μπορείς να τα κάνεις όλα αυτα; Και μη ξεχνάς, πώς ίσως αυτό που σε φοβίζει, σε φοβίζει γιατί πάντα σε γοητεύει. Γιατί το διαφορετικό είναι όμορφο. Και σε έχουν μάθει να μην νιώθεις άνετα όταν σε γοητεύει το διαφορετικό. Σε έχουν μάθει να σε ξενίζει αυτό το συναίσθημα. Και μετά να το φοβάσαι, να το διώχνεις. Μη το κάνεις λοιπόν! Εσύ μπορείς και αγαπάς.. Μπορείς και γελάς… Μπορείς και ονειρεύεσαι…
Κλείσε μέσα σου όλη την αγάπη που είχες όταν ήσουν ένα μικρό παιδί. Και δώσ’τη στους ανθρώπους. Μπορείς. Μέσα απ’ τις αναμνήσεις των τραγουδιών που παλιά αγαπούσες, μέσα απ’τα χρώματα, τις μυρωδιές, τις γεύσεις τις αναμνήσεις. Γύρνα πίσω σ’αυτές. Τότε που μεσ’τα μικροσκοπικά σου χεράκια, χωρούσε όλος ο κόσμος σε μια αγκαλιά. Τότε που δεν φώλιαζε μίσος στη καρδιά , στα μάτια και τα χέρια σου. Γιατί ήταν χέρια που ήξεραν να αγκαλιάζουν και να αγαπούν, όχι να μισούν, όχι να διώχνουν, όχι να χτυπούν.
Γύρνα εκεί, που δεν καταλάβαινες τίποτε ως «διαφορετικό», τότε που όλα ήταν στα μάτια σου ίδια, ανθρώπινα.
πηγή: www.polispost.com