Η Αντριάνα είναι μισή Κορσικανή και μισή Σιτσιλιάνα.
Όμορφη δεν τη λες, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο τραβάει τα βλέμματα και την προσοχή των αρσενικών. Συνήθως είναι αυστηρή , χαμογελά σπάνια, ταυτόχρονα όμως παραμένει προσηνής και ευγενική. Στην προσωπική της ζωή πέρασε πολλά, από παντρειά με το ζόρι πριν τα δεκαέξι, μέχρι τη φροντίδα για πολλά χρόνια, του κατάκοιτου μεγάλου αδελφού της. Χωρισμένη από τα τριάντα της, μεγάλωσε μόνη τα παιδιά της με αρχές και αυτά τη λατρεύουν.
Κάνατε εικόνα πουλάκια μου; Κακώς! Αναθεωρήστε πάραυτα!
Η Αντριάνα όποτε βγαίνει έξω τα βράδια, πάντοτε περιποιημένη και σέξι αλλά ποτέ χυδαία, χωρίς εξαίρεση θα της την πέσει τουλάχιστον ένας αρσενικός. Επίσης, καθημερινά στο κινητό της παραλαμβάνει μια ποικιλία από μηνύματα, γραπτά ή στον τηλεφωνητή, από διάφορους τύπους που κόβουν φλέβα για πάρτη της. Μεγαλοδικηγόρος που την κυνηγάει κάτι μήνες ο ένας. Eπιχειρηματίας φρεσκοχωρισμένος που θέλει να δει το φως μαζί της ο άλλος. Γιατρός που την είδε στο ιατρείο του και θέλει να παρατήσει τη γυναίκα του, ο τρίτος. Να μη μιλήσω για τους μακροχρόνιους προσκυνητές, που κλαίνε στο σαλόνι της ή καταφθάνουν με το δαχτυλίδι μέσα στο κουτάκι. Αυτό το μικρό που δεν έχει ποτέ κορδέλα.
Η Αντριάνα όμως, έχει έναν κρυφό έρωτα, παντρεμένο, τον συναντά όποτε μπορεί και για τους υπόλοιπους αδιαφορεί.
Πάμε τώρα λίγο πιο ανατολικά, μέχρι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ντουμπάι, το χωνευτήρι Ανατολής και Δύσης.
Η Ράνα έφτασε εδώ με τους γονείς της πριν τριάντα χρόνια. Πρόσφυγες από το Ιράν, για να γλιτώσουν από τους γενειοφόρους βρομύλους με τις παντόφλες.
Η Ράνα δεν παντρεύτηκε ποτέ. Οι γονείς του χριστιανού φίλου της στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα, τη θεώρησαν ακατάλληλη για τον κανακάρη τους. Η Σοφία Λώρεν, σε έκδοση μινιατούρας, δεν τους έκανε βλέπετε, καθ’ ότι αλλόθρησκη.
Σε ταξίδι για δουλειές παρέα με έναν φίλο, περάσαμε από τα μέρη της. Ένα δείπνο για τρεις ήταν η αφορμή για να μείνει ο φίλος ένα Σαββατοκύριακο ακόμη, από αυτά Σαββατοκύριακα που κρατάνε δυο-τρεις βδομάδες.
Μέχρι σήμερα, δυο χρόνια μετά, ο φιλαράκος την ονειρεύεται. Απορεί και ξύνεται, γιατί η Ράνα δεν υπέκυψε κι αυτός γύρισε πίσω στη μαμά του. Παρομοίως απορημένο παραμένει και ένα μικρό κοπάδι από την τοπική επιχειρηματική κοινότητα, το κάθε πρόβατο με διαφορετική αφορμή, αλλά για τον ίδιο λόγο: τη μισάνοιχτη πόρτα που δεν μπορούν να ανοίξουν.
Γυρνάμε στην Ελλάδα, όπου ζει η καλή μου η Μυρτώ, η μυστηριώδης γυναικάρα με τους πεντακόσιους θαυμαστές.
Παντρεμένη περίπου μια εικοσαετία, πάντοτε όμορφη και ελκυστική όταν γελά, αλλά σκύλα όταν θυμώνει. Δεν μιλά σχεδόν ποτέ για τον εαυτό της και το παρελθόν της παραμένει ελαφρά σκοτεινό. Όχι γκομενικά σκοτεινό, αυτό το γνωρίζω, στα υπόλοιπα πεδία απροσδιόριστο. Ντύνεται πάντοτε με μοναδικό γούστο και η αύρα της μαγεύει.
Οι πεντακόσιοι θαυμαστές που ανέφερα, αποτελούν ένα πλήρες ηλικιακό δείγμα. Από μεγαλοτεκνά μέχρι νεαροπουρά, παρέα με παππούδες και σαχλογκόμενους, από αυτούς τους αισιόδοξους που το πρωί ψεκάζουν το πουλί τους με άρωμα, πριν κουμπώσουν το παντελόνι τους.
Αν τύχει και λείπει η Μυρτώ από μια σύναξη του κύκλου της, όλοι την ψάχνουν και όταν είναι παρούσα, όλοι προσπαθούν να καταλάβουν, αν ο σύζυγος είναι διακοσμητικό στοιχείο ή όχι. Η προθυμία τού κάθε θαυμαστή να τρέξει για ό,τι του ζητήσει η Μυρτώ, ενίοτε μετουσιώνεται σε τσαντίλα και θάψιμο, αλλά ο προσεκτικός παρατηρητής θα σας πει πως οι μικρόψυχοι αυτοί πρώην θαυμαστές, είναι κατά κανόνα βλάκες ή ευφυείς μαλάκες.
Ο ίδιος παρατηρητής θα σας διαβεβαιώσει πως η Μυρτώ δεν κάθεται σε κανέναν, ενώ όλοι εμφανώς ευελπιστούν στο… κάθισμα.
Μόλις έκανα εικόνα με τις σκέψεις σας.
“Πάλι φιγούρα με τις γυναίκες της ζωής του κάνει δαύτος; Δεν βαρέθηκε;”
“Η μαμά του τον έδερνε όταν ήταν μικρός και τώρα παίρνει εκδίκηση;”
Λέτε να βρήκατε το μικρό μου μυστικό; Το αντιπαρέρχομαι και επιστρέφω στο θέμα.
Μη σας παιδεύω, διότι τα πράγματα είναι απλά. Απλούστατα για την ακρίβεια.
Αυτές οι τρεις κυρίες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, είναι στα μάτια μου η ενσάρκωση και η πεμπτουσία της μοιραίας γυναίκας.
Δεν έχουν κοινά στοιχεία με τη σχετική περσόνα που προβάλλει το Χόλιγουντ κατά καιρούς. Ούτε ηδυπαθή βλέμματα, ούτε μισόλογα με υπονοούμενα, ούτε μεταξωτά γάντια στα χέρια, που κρατάνε με νόημα το τσιγάρο. Είναι όμως μοιραίες για όποιο αρσενικό τολμήσει να πλησιάσει. Μετρημένες, λογικές, με άψογη κοινωνική συμπεριφορά, χωρίς να επιζητούν ανοικτά το φλερτ ή την ερωτική προσέγγιση, καίνε τα εγκεφαλικά κύτταρα των άτυχων πλασμάτων που θα ελπίσουν για κάτι παραπάνω.
Το έψαξα πολύ, γιατί λογική εξήγηση δεν υπήρχε. Παντού έβλεπα άντρες θύματα από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Μεταξύ τους κανένα κοινό στοιχείο. Έπιασα φιλίες με μερικά από αυτά τα άτυχα πλάσματα, αλλά συμπέρασμα δεν έβγαλα. Το βασάνισα από εδώ, το συζήτησα από εκεί, τίποτε.
Το είχα αφήσει το ψάξιμο, αλλά ξέρετε πώς δουλεύουν αυτά. Τα παρατάς και όταν έρθει η ώρα, σου έρχονται από μόνα τους.
Ένα ήσυχο απόγευμα παρατηρούσα τα γκριζοπορτοκαλλί σύννεφα, που στολίζουν τον ουρανό μετά τη δύση και αποφόρτιζα το φιδίσιο μου μυαλό.
Ξαφνικά, η αλήθεια τσίριξε στα αυτιά μου.
Η ευγνωμοσύνη και η ευαισθησία των γυναικών αυτών, είναι το δηλητήριο, που ποτίζουν τους άτυχους άντρες θύματα. Ένα δηλητήριο που δεν έχει αντίδοτο.
Ευγνωμοσύνη, για την προσοχή και την περιποίηση που απολαμβάνουν από αυτούς. Ευαισθησία, που δεν τους επιτρέπει να τους κόψουν το κεφάλι, αλλά πάντοτε τους σπρώχνουν μακριά με το μαλακό “για να μην τους πληγώσουν”.
Όταν έσπευσα να επιβεβαιώσω το εύρημα μου, πήρα λίγο πολύ την ίδια απάντηση και από τις τρεις “αράχνες”.
«Γιατί να τον πληγώσω; Στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν έκανε κάτι κακό ο άνθρωπος. Το θαυμασμό του έδειξε. Να τον κρεμάσουμε για αυτό; Αυτός φταίει, που εμάς δεν μας αρέσει; Αυτός φταίει που το μυαλό μας είναι αλλού;».
Το ότι συνόδευσαν και οι τρεις τους το σχόλιο με ένα γνήσια απορημένο ύφος, το παραλείπω.
Παίδες ευαγείς εν τη καμίνω του πάθους και του ανεκπλήρωτου πόθου, όσο τσουρουφλιστήκατε, φτάνει.
Φλαμπέ δε θα γίνετε ποτέ!
Παγάκια στη σόδα και πάμε παρακάτω.