απαντουχή – η ελπίδα
αψ’χάου – τσιγκουνεύομαι
απουσώνω – τερματίζω μια δραστηριότητα, τελειώνω κάτι
αριντεύω – σεργιανίζω, τρέχω
απόρμα – το ζώο που γεννήθηκε πρόωρα
αφανταλιά – δυνατή ζάλη
αξαίνου – μεγαλώνω, αυξάνω κάτι
αστουχάω – ξεχνάω (λέγεται και ‘ξαστουχάω’)
απ’θώνω – αφήνω κάτι, ακουμπάω