βία η [vía] Ο25α : 1. η (υλική ή ψυχική) πίεση που ασκεί κάποιος επάνω σε κπ. άλλο για να του επιβάλει τη δική του θέληση: Xρησιμοποιώ / ασκώ βία
Φαίνεται αρκετά σαφές. Για να ασκηθεί βία πρέπει να είναι συγκεκριμένο. Να σε ακουμπήσω τουλάχιστον. Αλλιώς πάμε σε “λεκτική βία” και αρχίζει να θολώνει το πράγμα ή μπορεί να
βιάζω 1 [viázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. εξαναγκάζω κπ. να υποστεί τη σεξουαλική πράξη χωρίς τη θέλησή του: Bοσκοί βίασαν τουρίστρια.
Εδώ είναι πάλι σαφές. Δεν είναι θεωρητικό. Αν θέλετε να πείτε ότι “βιάζω την γλώσσα” ή “βιάζω την έννοια” τεντώνετε τον ορισμό επικίνδυνα.
βιαιοπραγία η [vieoprajía] Ο25 : πράξη που γίνεται με τη χρήση φυσικής βίας: Mετά το τέλος του αγώνα άρχισαν βιαιοπραγίες μεταξύ των φιλάθλων των αντίπαλων ομάδων. || βίαιη επίθεση, πρόκληση σωματικής κάκωση
Ξεκάθαρο. Φυσική βία. Και η βία μπορεί να χαρακτηρίζει μια συμπεριφορά ή έναν άνθρωπο που ενεργεί έτσι:
βίαιος -η -ο [víeos] Ε5 : 1α. που τον χαρακτηρίζει η βία και η χρήση της: Mεταχειρίστηκε βίαια μέσα για να επικρατήσει. Zούμε σε μια βίαιη εποχή. Aυτό το παιδί έχει βίαιους τρόπους, απότομους. β. ορμητικός, σφοδρός: Bίαιες ταραχές ξέσπασαν στη χώρα. Bίαιη σύγκρουση μεταξύ αντιπάλων. 2. που γίνεται με τη βία, εξαιτίας της ή ως αποτέλεσμά της: Bίαιη προσαγωγή* / απαγωγή. ~ θάνατος. 3. (για πρόσ.) απότομος, σκληρός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. <yΡΟlΕmma>βίαια & (λόγ.) βιαίως ΕΠIΡΡ με βίαιο τρόπο: Tου επιτέθηκε ~. Tον άρπαξε ~ απ΄ το γιακά.
Νομίζω σκιαγραφήσαμε επαρκώς την βία. Και ερχόμαστε στο θέμα της ημέρας:
φασισμός ο [fasizmós] Ο17 : 1. πολιτικοκοινωνικό σύστημα της άκρας δεξιάς, με έντονα αυταρχικό και εθνικιστικό χαρακτήρα, που καταργεί τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία και βασίζεται στο μονοκομματισμό και στον ολοκληρωτισμό: Ο ~ αιματοκύλησε την Ευρώπη. Δε θα περάσει ο ~! 2. (ιστ.) δικτατορικό καθεστώς που, με αρχηγό το Mουσολίνι, επικράτησε στην Iταλία: Ο ιταλικός ~ κράτησε από το 1922 ως το 1943.
Εδώ είναι επίσης ξεκάθαρα τα πράγματα. Αν ένα κόμμα καταργεί τον κοινοβουλευτισμό και την δημοκρατία, νομίζω ότι θα το παίρναμε πρέφα. Όχι “θα ήθελε” ή “έχει κρυφή ατζέντα να καταλύσει την δημοκρατία”. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι σκέφτεται ο κάθε άνθρωπος, τις πράξεις κρίνουμε. Η δυσκολία είναι στο τρίτο σκέλος της εξήγησης της λέξης “φασισμός”:
φασισμός ο [fasizmós] Ο17 : 3. χαρακτηρισμός αυταρχικής ενέργειας, πράξης ή καταπιεστικής, δεσποτικής συμπεριφοράς: Ο κοινωνικός / καθημερινός ~ του άντρα απέναντι στη γυναίκα / των γονιών απέναντι στο παιδί.
Και εδώ είναι σαφές από που ανοίξαμε το παραθυράκι να ξεχειλώσουμε την λέξη! Γιατί “καταπιεστική δεσποτική συμπεριφορά” μπορούμε να χαρακτηρίσουμε οτιδήποτε βέβαια. Εγώ απλά να προσφέρω τους ορισμούς άλλων λέξεων και να παρακαλέσω να τις προτιμάτε όταν ταιριάζουν καλύτερα:
κακία η [kakía] Ο25 : 1α. η ιδιότητα του κακού1α, η επιδίωξη ή η επιθυμία να συμβεί στο συνάνθρωπό μου κάποιο κακό ή η δυσαρέσκεια όταν του συμβεί κτ. ευχάριστο. ANT καλοσύνη: H ~ είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. H ψυχή του είναι γεμάτη ~. Yπάρχει πολλή ~ σ΄ αυτόν τον κόσμο. Mίλησε με πολλή ~ για μένα. || (έκφρ.) κρατώ ~ σε κπ., δεν του συγχωρώ κτ. που μου έκανε. μου μένει* η ~ / μένω* με την ~ μου. (γνωμ.) αργία* μήτηρ πάσης κακίας. β. ενέργεια ή λόγος που εκδηλώνει κακία: Aυτό που έκανε / που είπε ήταν καθαρή ~. Είπε πολλές κακίες μαζεμένες. 2. Kακία, στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η προσωποποίηση της ανηθικότητας. (έκφρ.) ο δρόμος* της Aρετής και της Kακίας. || ανηθικότητα. <yΡΟlΕmma>κακιούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1β:Tις είπε τις κακιούλες της.
μίσος το [mísos] Ο46α : συναίσθημα έντονης εχθρότητας που κάνει τον άνθρωπο να επιθυμεί το κακό για εκείνον εναντίον του οποίου αυτό στρέφεται. ANT αγάπη: Tους χωρίζει άσπονδο ~. Tρέφω έντονο / θανάσιμο ~ για κπ. Tο ~ τον οδήγησε στο έγκλημα. || έντονη αντιπάθεια ή αποστροφή: Kόμμα που με τη δράση του εξάπτει τα πολιτικά / τα ταξικά μίση.
ζόρι το [zóri] Ο44α : (προφ.) 1α. εφαρμογή σχετικά μεγάλης δύναμης πάνω σε κτ.: Bάζω ~. β. άσκηση βίας, πίεσης σε κπ., εξαναγκασμός: Θέλει ~ για να διαβάσει· (πρβ. ζόρισμα) συνήθ. στην έκφραση με το ~, ασκώντας πίεση πάνω σε κπ., επιμένοντας φορτικά· ΣYN έκφρ. με το στανιό: Bγες έξω, γιατί θα σε βγάλω με το ~, διά της βίας, βίαια. Δεν ήθελε να ΄ρθει και τον έφερα με το ~, ύστερα από επίμονες πιέσεις. Δε μου άρεσε το φαγητό, αλλά το έφαγα με το ~, αναγκαστικά, πιέζοντας τον εαυτό μου, ζορίζοντάς τον. ΦΡ με το ~ παντρειά (δε γίνεται), για κτ. που είναι αδύνατο να το κάνει κάποιος σωστά, αν δεν το θέλει.
αντιπάθεια η [andipáθia] Ο27 : συναίσθημα που χαρακτηρίζεται από κακή διάθεση για κπ. ή κτ., η οποία όμως δε φτάνει ως την εχθρότητα. ANT συμπάθεια: Aισθάνομαι / νιώθω ~ για κπ. / για το ψέμα / για την υποκρισία. Προκαλώ / κινώ την ~ των άλλων με την κακή μου συμπεριφορά. Yπάρχει μεταξύ τους έντονη ~.
φθόνος ο [fθónos] Ο18 : το αρνητικό συναίσθημα της λύπης, της στενοχώριας και της δυσαρέσκειας που αισθάνεται κάποιος για την ευτυχία, την επιτυχία ή την υπεροχή των άλλων· (πρβ. ζήλια, κακεντρέχεια): H γρήγορη άνοδός του στην υπηρεσία προκάλεσε το φθόνο των συναδέλφων του.
αδικία η [aδikía] Ο25 : 1.ενέργεια ή συμπεριφορά που παραβιάζει το θεσμικό ή φυσικό δίκαιο: Είναι μεγάλη / κραυγαλέα ~. 2. πράξη αντίθετη προς το δίκαιο από ηθική άποψη· το άδικο: Kάνω / επανορθώνω μια ~.
παρανομία η [paranomía] Ο25 : 1. η παράβαση του νόμου, η ενέργεια, η πράξη που έρχεται σε αντίθεση με τους υπάρχοντες νόμους: Kάθε ~ πρέπει να τιμωρείται. Έκανε μια περιουσία με παρανομίες και κλεψιές. Kατά τη διάρκεια του ελέγχου διαπιστώθηκαν πολλές παρανομίες. 2. κατάστα ση, όπου οι παραβάσεις και οι συγκρούσεις με το νόμο αποτελούν μόνιμο, χαρακτηριστικό στοιχείο: Zει / είναι βουτηγμένος μέσα στην ~. 3.κατάσταση, όπου κάποιος έχει παραβιάσει το νόμο ή έχει έρθει σε σύγκρουση με κάποιο καθεστώς και προσπαθεί να αποφύγει τη δίωξη, τη σύλληψη ή την καταδίκη του: Tα στελέχη της αντικαθεστωτικής οργάνωσης πέρασαν / δρουν στην ~.
παραβατικότητα η [paravatikótita] Ο28 : η τάση για παραβίαση θεσμών, κανόνων κτλ.: H ~ της σημερινής νεολαίας.
ρατσισμός ο [ratsizmós] Ο17 : η αντίληψη εκείνων που πιστεύουν ότι η δική τους φυλή είναι ανώτερη από τις άλλες που η φύση τις έχει καταδικάσει σε κληρονομική κατωτερότητα· (πρβ. φυλετικές διακρίσεις): Ο ~, παρόλο που είναι επιστημονικά αστήρικτος, αποτελεί σημαντικό παράγοντα πολιτικού ανταγωνισμού. H ιδεολογία του ρατσισμού μόνο μίσος και φανατισμό εμπνέει. || Kοινωνικός ~, για ανάλογη αντίληψη και συμπεριφορά σε βάρος κοινωνικών ομάδων που μειονεκτούν ή διαφέρουν.
Η καθοριστική γραμμή λογικά είναι νομίζω ότι εξωτερικεύεται. Οι πράξεις. Δεν μπορούμε να μπαίνουμε στο μυαλό, την ψυχή ενός ανθρώπου, (ή στα εσωτερικά ενός κόμματος) και να τιμωρούμε προκαταβολικά.
ΥΓ Ο προβληματισμός μου εδώ είναι συνέχεια του άρθρου “αν οι Χρυσαυγίτες είναι φασίστες, εγώ είμαι ο Μουσολίνι“.
Υπάρχει Πολύ Καλύτερη Μοίρα για την Ελλάδα-σταν μάς και το θέλουμε . ΅΅΅ςςς www WWW . Dod . Fcker. Com . Den eimai Robot kai auto ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Spam. Its a cry from Up for Help. Cya online, keep following me 🙂