Ο Μάκης ήταν άτυχος. Το μεσαίο από τρία παιδιά δεν είχε λάβει ποτέ την αγάπη που του άξιζε. Ο πατέρας του έφυγε στο εξωτερικό για αναζήτηση καλύτερης τύχης “για την οικογένεια” όπως είπε, όταν ο Μάκης ήταν λιγότερο από 4 ετών. Ο Μάκης θυμάται τη μέρα που ο πατέρας του έφυγε σαν να ήταν χτες. Η μητέρα του δεν ασχολήθηκε ποτέ ιδιαίτερα με τον Μάκη, ενώ ασχολήθηκε ανελλιπώς κι αφοσιωμένα με τον πρωτότοκο γιό της. Ο μεσαίος ήταν δεδομένος. Τη βοηθούσε στα ψώνια, στα στρώσιμο των κρεβατιών, ήταν άριστος μαθητής και γενικά δεν έδινε αφορμές για φασαρία. Ο μεγαλύτερος πήγαινε σε πρότυπο σχολείο, είχε κάποια ειδικά ταλέντα, του γίνονταν όλα τα χατίρια, δεν έκανε πολλά γύρω από το σπίτι, είχε και 5 χρόνια διαφορά από τον Μάκη, και είχαν μεγάλες προσδοκίες από αυτόν.
Η ατυχία του Μάκη έγκειτο στην ποιότητα της οικογένειας στην οποία είχε γεννηθεί. Από μικρός αισθανόταν ότι δεν κόλλαγε με τους υπόλοιπους, αλλά από χαρακτήρα δεν ενδιαφερόταν και τόσο να κολλήσει.
Τον παραμελούσαν πολύ συναισθηματικά. Για παράδειγμα, όταν ο πατέρας του ξανάφυγε όταν ο Μάκης ήταν γύρω στα 11, το είχε πάρει κατάκαρδα κι είχε ρίξει πολλά δάκρυα. Κανείς απολύτως δεν ασχολήθηκε με τον πόνο του, μια δουλειά που σε συναισθηματικά υγιείς οικογένειες αναλαμβάνει τουλάχιστον η μητέρα. Ούτε καν η μικρότερη αδερφή που είχε μόλις 1 χρόνο διαφορά από τον Μάκη, ασχολήθηκε μαζί του.
Οι συναισθηματικές του ανάγκες πάντα έπεφταν στο κενό. Σα να μην μετρούσε η παρουσία του, σαν να μην ήταν αναμενόμενο να έχει συναισθήματα, ως παιδί, σαν να έπρεπε να μεγαλώσει μόνος του, να είναι παιδί και γονιός συνάμα για τον εαυτό του. Ο πατέρας του ήταν σωματικά απών, και η μάνα του συναισθηματικά απούσα. Η επιτυχημένη ακαδημαϊκή του καριέρα του άνοιξε πόρτες και κατάφερε να φύγει από ένα περιβάλλον, όπου ήταν δυστυχισμένος.
Γνώρισε την ευτυχία μακριά από το σπίτι του, στην ξενιτειά, και τη θαλπωρή της συναισθηματικά υγιούς οικογένειας. Πολλοί τον αγάπησαν κι άνοιξαν τα σπίτια τους γι’ αυτόν κι εκείνος, ρομαντικά και με αφέλεια, ήλπιζε ότι έκανε λάθος για την πατρική του οικογένεια. Η απόσταση γλύκανε τα συναισθήματα κι απάλυνε τις πληγές κι όταν η πρόσφατη κρίση τον ξέβρασε στην Ελλάδα για άλλη μια φορά μετά από τόσο πολύ καιρό, αναγκάστηκε άπορος και ψάχνοντας για δουλειά να μείνει ξανά με τους γονείς του.
Αυτή τη φορά, αν και στα 40 του, εξαρτιόταν πλήρως από αυτούς. Τελευταία φορά που ήταν έτσι εξαρτημένος ήταν στο σχολείο. Οι γονείς του δεν ξέρανε τι εστί χαρτζιλίκι για τα παιδιά και υπήρχε παντελής αδιαφορία για την υγεία τους. Δεν γίνονταν εξετάσεις ρουτίνας και ακόμα κι όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι οι επισκέψεις στον γιατρό ήταν σπάνια συμβάντα. Τι ευθυνόταν γι ‘αυτό; Κάτι η αμέλεια των γονιών του, κάτι η δική τους ανατροφή στην επαρχία, κάτι τα στενά ή ασταθή οικονομικά, ο Μάκης ποτέ δεν κατάλαβε πραγματικά.
Σε αυτού του είδους την κατάσταση είχε επιστρέψει τώρα κι ήταν πολύ στενοχωρημένος κι ανήσυχος. Ήξερε ότι δεν θα είχε βοήθεια, ηθική, οικονομική ή άλλη από την οικογένειά του. Για τα μάτια του κόσμου η οικογένεια του Μάκη έκανε το σωστό πράγμα “για το παιδί”. Τα μάτια του κόσμου σήμαιναν πολύ περισσότερα για την οικογένεια του Μάκη απ’ ό,τι σήμαινε η συναισθηματική κατάσταση του Μάκη και μια υγιής και ικανοποιητική σχέση μαζί του.
Στην ουσία όμως ο Μάκης λάμβανε τα πυρά της άφατης επιθετικότητάς τους κάθε μέρα. Ο πατέρας του Μάκη για παράδειγμα δεν χώνεψε ποτέ το γεγονός ότι ο γιός του γύρισε πίσω άπορος, χωρίς δουλειά και χωρίς λεφτά. Ήταν άφραγκος ο ίδιος και χωρίς σύνταξη και δικό του σπίτι και περίμενε πώς και πώς τη στιγμή που τα παιδιά του θα τον ζήσουν. Η επιστροφή του ασώτου υιού στο σπίτι του -κι ας μην ήταν δικό του σπίτι- του κακοφάνηκε. Με παθητικά επιθετικό τρόπο το εξέφραζε αυτό στον Μάκη καθημερινά με μια σειρά μικρών, αλλά σημαντικών συμπεριφορών: όταν ο Μάκης έμπαινε στο δωμάτιο συνήθως με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού στην μεταφορά κάποιων ελπιδοφόρων νέων για δουλειά, ο πατέρας του έφευγε αμίλητος κι ανέκφραστος πριν ο Μάκης ολοκληρώσει την πρόταση. Όταν ο Μάκης μιλούσε στον πατέρα του κατευθείαν, ρωτώντας τη γνώμη του ή τη συμβουλή του σε κάτι, ο πατέρας του, μονίμως μπροστά σε μια τηλεόραση, απαντούσε με μισόλογα χωρίς να τον κοιτά και με τα μάτια κολλημένα στην οθόνη.
Ο Μάκης μια ζωή βίωσε έναν απόντα πατέρα. Πρώτα σωματικά, τώρα συναισθηματικά. Το δεύτερο πόνεσε πιο πολύ γιατί για πρώτη φορά τον είχε δίπλα του ως φυσική παρουσία και είχε ελπίσει ότι θα μπορούσαν να έρθουν κοντά επιτέλους. Πόσο απατηλό αποδείχτηκε το όνειρο και φρούδα η ελπίδα.
Ο Μάκης είχε ανάγκη να πιστέψει ότι η σχέση του με τη μητέρα του ήταν πιο αληθινή και υγιής. Αλλά δεν ξέχασε ποτέ ότι η μάνα του δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα μαζί του συναισθηματικά, όταν σαν παιδί την χρειάστηκε, κι αυτό δεν άλλαξε τώρα που είχε γυρίσει να μείνει μαζί τους από ανάγκη. Η μάνα του πάντα έβλεπε τις ανάγκες του στο βαθμό που ήταν προέκταση των δικών της αναγκών, μια καθαρά ναρκισσιστική στάση που τηρούσε σε όλη της τη ζωή με όλα της τα παιδιά. Ο Μάκης μπορούσε να διακρίνει την ίδια συμπεριφορά και στην μικρότερή του αδερφή.
Η μάνα του Μάκη ήθελε ο γιός της να παντρευτεί και να κάνει παιδιά, άλλο τώρα που στην κατάσταση που βρισκόταν ο Μάκης του ήταν δύσκολο έως αδύνατον να κάνει σχέση πόσο μάλλον γάμο και παιδιά. Αλλά εκείνη το βιολί της. Μόνο αυτό έβλεπε από τον γιό της, το κομμάτι του όπου η ίδια είχε συμφέρον και προσωπικό όφελος. Εντάξει, κάθε γονιός θέλει να ζήσει να δει εγγόνια, αλλά οι υγιείς γονείς πάνω απ΄ όλα θέλουν τα βλαστάρια τους ευτυχισμένα ό,τι συνεπάγεται αυτό, ακόμα κι αν σημαίνει καθυστέρηση του δικού τους προσωπικού οφέλους. Ο άκρατος κι εμπαθής εγωισμός δεν έχει καμιά σχέση με την ανιδιοτελή αγάπη, που πρέπει να είναι η αγάπη του γονιού προς το παιδί του.
Η μάνα του Μάκη ήταν και η πιο δύσκολη περίπτωση για τον Μάκη γιατί είχε πείσει τον εαυτό της ότι τον αγαπά πραγματικά. Παρ’ όλα αυτά του λέει ψέματα καθημερινά για τα χρήματα και τον αγνοεί όταν αυτός είναι στενοχωρημένος και την χρειάζεται.
Οι ναρκισσιστές είναι ανίκανοι να έρθουν συναισθηματικά κοντά σε κάποιον εκτός αν πρόκειται ν’ ασχοληθούν αποκλειστικά με τον εαυτό τους.
Τέλος πάντων, να μην σας τα πολυλογώ, ο Μάκης αυτόν τον καιρό είναι πολύ δυστυχής, όχι μόνο με την προσωπική του μοίρα λόγω κρίσης, αλλά και λόγω της προαναφερθείσας οικογενειακής κατάστασης. Ευτυχώς έχει γνωρίσει στα ταξίδια του τι εστί πραγματική αγάπη και πραγματική οικογένεια και δεν πρόκειται να συμβιβαστεί με αυτό που του παρέχει το πατρικό σπίτι. Είναι ευγνώμων για το πιάτο το φαί και το κρεβάτι που του παρέχουν αλλά δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν οποιονδήποτε άστεγο, αν αυτά δεν συνοδεύονται από πραγματική αγάπη, μια αγάπη την οποία η δική του οικογένεια είναι ανίκανη να νιώσει και να προσφέρει.