Δεν έχω παράπονο, εμείς ήμασταν τυχεροί και σε καλύτερη μοίρα. Άλλοι πρόσφυγες ήταν δίχως σπίτι, δίχως τίποτε. Δουλεύανε όλη μέρα στα χωράφια και στα πλουσιόσπιτα για ένα κομμάτι ψωμί και μόνο η ελπίδα τούς κρατούσε δυνατούς. Η ελπίδα ότι η μέρα που θα ξημέρωνε θα ήταν η τελευταία μας και θα επιστρέφαμε στον τόπο μας, στα σπίτια και τα νοικοκυριά μας. Τον τέταρτο χρόνο της προσφυγιάς μας στο νησί, ήρθε επιτέλους το μήνυμα της επιστροφής. Η συνθήκη με τσι Τούρκους έγινε κάτω από τη μύτη μας, στον Μούδρο. Ευτυχώς που ήταν, όμως, για καλό και δεν πειράζει που δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι. Πετάξαμε τότε ούλοι από τη χαρά μας. Επιτέλους, θα ηρεμούσε η ψυχή μας. Από την ευχάριστη αυτή είδηση δεν κοιμήθηκε κανένας όλο το βράδυ, να τραγουδούμε και να κάνουμε σχέδια χωρίς τελειωμό. Την άλλη μέρα κιόλας μαζέψαμε τα λιγοστά μας πράγματα, καθαρίσαμε το σπίτι που μέναμε και αποχαιρετήσαμε τους ευεργέτες μας, που μας φέρθηκαν με τόση καλοσύνη. Η ευγνωμοσύνη μας γι’ αυτούς τους ανθρώπους ήταν πολύ μεγάλη, γιατί εκτός από το σπίτι τους, μας πρόσφεραν πολύ περισσότερα. Κατανόηση, συμπαράσταση και αγάπη. Με λαχτάρα να δούμε πάλι τα γνώριμα σε μας μέρη, κάναμε το ταξίδι της επιστροφής.
Σαν φτάσαμε όμως στο χωριό μας, μόνο ερείπια αντικρίσαμε. Τα μάτια μας πλημμύρισαν από δάκρυα κι ένας κόμπος δέθηκε στα στήθη μας. Πού ήταν τα όμορφα νοικοκυρεμένα σπίτια μας, που μέσα είχαν ούλα του κόσμου τα καλά; Αυτά που βλέπαμε, έστεκαν γυμνά, αποκαΐδια της τούρκικης βαρβαρότητας. Τα δέντρα μας ξερά, τα αμπέλια κατεστραμμένα. Ο τόπος έρημος, χωρίς ζωή και μια βρατσέρα από τη Χίο, με την Παναγιά μας την Ελεούσα στα χέρια του, ήπεσε στα γόνατα σαν αντίκρισε τα ερείπια. Στις εκκλησίες μόνο οι γυμνοί τοίχοι είχαν απομείνει. Ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα. Πού ν’ αφήκει την εικόνα; Την πήρε με δάκρυα στα μάτια και την πήγε σπίτι του. Μα την πρώτη Κυριακή λειτούργησε στον Αγιο Δημήτριο, και ας ήταν γυμνός κι ερειπωμένος. Το μόνο στολίδι του ήταν η εικόνα που ήφερε. Οι άλλες εικόνες του τέμπλου δεν είχαν ακόμα επιστρέψει. Με μεγάλη κατάνυξη λειτουργηθήκαμε εκείνη την Κυριακή. Το φως ενός τρεμάμενου φαναριού, στη θέση των ασημένιων πολυκάντηλων, φώτιζε τα χλομά μας πρόσωπα, που ’χαν τσακίσει από πόνο.
Δεν το βάλαμε κάτω. Πέσαμε όλοι μας με τα μούτρα στη δουλειά, να ξαναφτιάξουμε τα σπίτια μας, να καλλιεργήσουμε τα χωράφια μας, να τ’ αναστήσουμε όλα. Ο κόπος μεγάλος, αλλά η χαρά της αναδημιουργίας μεγαλύτερη. Βοηθώντας ο ένας τον άλλον, τα καταφέραμε. Η γη για να αποδώσει πρέπει να τση δίνεις την ψυχή σου, να την πονάς. Οι σπόροι βλαστήσανε, τα κλαδιά των δέντρων απλώθηκαν γρήγορα, οι ρίζες δυνάμωσαν και ρουφούσαν αχόρταγα τους χυμούς της γης. Εμείς, στην αρχή, μείναμε στη ντάμια μας στο Κερμεγάλεσι, που είχε τσι λιγότερες ζημιές. Σαν το σπιτικό μας έγινε κατοικήσιμο, μεταφερθήκαμε στο χωριό. Εγώ τότε μέσα στα σπλάχνα μου μεγάλωνα έναν σπόρο, που φύτεψε ο Δημητρός μου την εποχή του ξεριζωμού μας, τον Μανώλη μου.
– Δώρο θεού είναι τούτο το παιδί, μου είπε ο Δημητρός μου. Να είναι ευλογημένο, γερό, δυνατό και τυχερό. Όταν ήρθε η ώρα και βγήκε στον κόσμο ένα αδύνατο πλασματάκι, με τεράστια μάτια όλο εξυπνάδα, ο τόπος μας είχε ζωντανέψει, είχε βρει την παλιά του ομορφιά. Τα πρόσωπα των ανθρώπων είχαν γαληνέψει και στα σοκάκια ακούγονταν πάλι τα τραγούδια του Ρεϊζντερέ.
Οι αναθεματισμένοι όμως δε μας αφήσανε να ησυχάσουμε για πολύ. Το ηφαίστειο που λεγόταν «Τουρκιά», βρυχήθηκε πάλι. Μια μέρα βγήκε ένα ακόμη φιρμάνι για επιστράτευση. Μαρμαρώσαμε πάλι ούλοι μας. Από τα Αμελέ Ταμπουρού το είχαν σκάσει πολλοί στρατιώτες και λέγανε ιστορίες που δεν τσιπίστευε ανθρώπου νους. Τα βουνά, λέει, εκεί όπου τους πήγαιναν, ήταν αφιλόξενα, οργιές το χιόνι και στους δρόμους παντού φυλάκια. Κάποιοι, που είχαν πολλούς παράδες, δωροδοκούσαν για να το σκάσουν, αλλά έβρισκαν μπροστά τους ένα σωρό παγίδες. Όσους έπιαναν ζωντανούς, τους παρέδιδαν στις Αρχές και κάλλιο να έπεφτες από μαχαίρι ή από σφαίρα παρά να επέστρεφες. Σπάζανε οι σάρκες τους από τον βούρδουλα. Έτσι, τα χωριά και οι πόλεις είχαν γεμίσει λιποτάκτες και τα παλικάρια κρυβόντουσαν και στα πιο απίθανα σημεία για να γλιτώσουν.
– Οχού, Παναγία μου Ελεούσα, φύλαξέ μας, παρακάλεσα, σαν μας ήρθε η είδηση πως θα πάρουνε και τον Δημητρό μου. Όποιος δεν παρουσιαζόταν την επόμενη μέρα θα είχε κακά ξεμπερδέματα, είπαν.
– Φύγε, Δημητρό μου, τον παρακάλεσα. Φύγε.
– Δεν προλαβαίνω, Πανανή μου, μου είπε. Κι αν έφευγα, θα έπαιρνα και σας μαζί μου, αλλά αυτό είναι αδύνατον, θα παρουσιασθώ και ας ευχηθούμε να πάνε όλα καλά.
– Φοβάμαι, Δημητρό μου!
– Είμαι σκληρό καρύδι, Πανανή μου! Δεν είμαι από κείνους που θα πουν στον χάρο να κοπιάσει, θα παλέψω, γιατί θέλω να ζήσω και να επιστρέψω κοντά σας.
Καθίσαμε το βράδυ στον σοφρά να φάμε τη σούπα που μαγείρεψα, μα μπουκιά δεν πήγαινε κάτω. Ο Δημητρός μου ήτανε αμίλητος και σεκλετισμένος και εγώ κατάλληλη κουβέντα να του πω δεν έβρισκα καμιά. Δυο μπουκιές μόνο ήβαλε στο στόμα του, έσπρωξε το πιάτο του και άρχισε να μου δίνει τσι παραγγελίες του. Να προσέχω τα παιδιά μας, να φροντίζω για τα εμπορεύματα που είχαμε στο κατώι, να έχω τον νου μου στα χωράφια και τα αμπέλια μας, ποιον χρωστούσαμε και ποιος μας χρωστούσε. – Είσαι άξια γυναίκα, Πανανή μου, και ξέρω πως θα τα καταφέρεις, μου είπε στο τέλος. – Όταν γυρίσεις, όλα θα τα βρεις όπως τα άφησες, ψυχή μου, τον καθησύχασα, μα εκείνος είχε ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη του. – Ναι… όταν γυρίσω, μου απάντησε με έναν τρόπο που δεν κατάλαβα αν ήταν σιγουριά ή ειρωνεία. Το βράδυ, σαν πέσαμε στο κρεβάτι, σμίξαμε αχόρταγα, όπως την πρώτη μας φορά, αλλά… και σαν να ήταν η τελευταία. Έπειτα ησυχάσαμε, κρατώντας σφιχτά μη χάσει ο ένας τον άλλον. Ο ύπνος όμως δεν έλεγε να φανεί και να με πάρει, να με ξεκουράσει, να διώξει τις σκέψεις που είχα στο μυαλό μου. Το ίδιο και ο Δημητρός μου. Τον καταλάβαινα όλο το βράδυ να βολοδέρνει ανήσυχος, μια από τη μια πλευρά και μια από την άλλη. Το πρωί τον αποχαιρέτησα στην πόρτα, έχοντας στην αγκαλιά τον Μανώλη μου. Σαν να καταλάβαινε κι αυτό τι γινόταν, αν και βυζανιάρικο ακόμα, είχε βάλει τα κλάματα και δεν έλεγε να σταματήσει. Ο Δημητρός μου έσκυψε και το φίλησε, χάιδεψε τα μαλλάκια του και μετά φίλησε εμένα και μου έδωσε κουράγιο.
-Έλα, Πανανή μου, κουράγιο, και θα γυρίσω γρήγορα, θα δεις. Εσύ τον νου σου στα παιδιά μας, να μεγαλώσουν, να δούμε κι εγγόνια.
Φαρμάκι το χαμόγελο στα χείλη μου. Έστεκα σαν μαρμαρωμένη εκεί στην πόρτα, δίχως να μιλώ και δίχως να δίνω σημασία στον Μανώλη μου, που δεν έλεγε να σταματήσει. Εκεί έμεινα μέχρι που ο Δημητρός μου άνοιξε χωρίς να βιάζεται την ξύλινη αυλόπορτα, χάιδεψε το μονόγραμμά του εκεί πάνω, γύρισε, μου κούνησε το χέρι και μετά χάθηκε. Αυτή η εικόνα με στοιχειώνει ίσαμε τα τώρα! Μπήκα στο σπίτι, έκλεισα την πόρτα κι ακούμπησα πάνω της. Τότε άφησα τα δάκρυά μου να κυλήσουν ελεύθερα στα μαγουλά μου, που ήταν κίτρινα σαν το θειάφι. Τα χείλη μου δε λέγανε να σταματήσουν να τρέμουν. Ήξερα πως δε θα τον ξανάβλεπα ζωντανό.
Ρούλα Σαμαϊλίδου