Στα γράμματά του με τον Καββαδία αποκαλύπτεται μια άλλη πλευρά. Εδώ συνοψίζει την φυλή μας ως εξής:
(For N. Cavadias, 2nd wiress off on s/s « CYRENIA » )
PORT-SAID
Egypt
’Αθήνα 27.9.49
Αδελφέ
Ήσουνα μακριά. Που ήσουν; Που ταξίδευες, τόσα χρόνια; Σε ποιες θάλασσες έπλεγες, ποιούς ούρανούς αντίκριζες; Τί σέ δίδαξαν τα πορφυρά κύματα, τά ματωμένα σύννεφα; Βρήκες τον κόσμο πού ονειρευόσουνα; Κατάφερες να λησμονήσεις τον γαμημένο κόσμο πού παράτησες ; Καί πού εμείς -οί άλλοι- τον αγαπούμε, άκριβώς έπειδή είναι ξεκωλιάρης;
Χρόνια σιωπής. Θυμόμουνα εκείνο πού κάποτε είπε ό αδελφός σου: « Σκοπός είναι νά έχεις ταλέντο ανθρώπου ». Κι απορούσα : Πώς γίνεται, ό άνθρωπος πού ξεστόμισε αύτόν τον πάνσοφο λόγο, νά χάσει το άνθρώπινο ταλέντο του; Χρόνια σιωπής. Κι έξαφνα, γράμμα άπό τό Πόρτο-Φίνο, άπό το Κολόμπο, άπό την Άουστράλια. Οί θάλασσες ξαναπήραν τό βαθυκύανο χρώμα τους ; Ό ούρανός ξανάγινε γαλάζιος ; Απο ποιό μακρινό ταξίδι γυρίζει, πάλι, κοντά μας, ο χαμένος αδελφός ;
Έσύ συναπάντησες παράξενους καιρούς στο μεταφυσικό ταξίδι σου. Εμένα, έφέτο μ’ έδειραν τα μελτέμια τού Αιγαίου. Στη Μύκονο, στην ‘ Αντρο. Κλεισμένος σε μια καμαρα, πλάι στο κύμα, έγραφα την ιστορία τής φυλής τών Ελλήνων.
Γαμημένη ιστορία ξεκωλιάρας φυλής. Είναι αφάνταστο πως κατέχουμε την τέχνη να κυλιόμαστε στο βούρκο και νά περιπλανιόμαστε στ’ αστέρια. Σαράντα αιώνες, αύτό τό βιολί. Περισσότεροι ναι, λιγότεροι όχι. Πώς νά τούς ξεγράψεις, τους αφιλότιμους; Περί το δειλινό, στοχαζόμουν ξαπλωμένος, σε κάποια αμμουδιά. Δίπλα μου, μια γυναίκα πού έλεγε στίχους του χαμένου αδελφού. Στίχους γαμημένους. ’Ά! την έσκισε, ό μπινές, τη θολή γραμμή τών οριζόντων ! Βούλιαξε στη θολούρα της μεταφυσικής, σαν ψαράκι στο νερό. Μαστούρωσε, ντερβίσης γίνηκε. Την άνθρωπότητα βάλθηκε νά σιάξει κι αυτός. Τσιμέντο νά χύσει στο μουνί της πουτάνας. Μπετό στην κωλοτρυπίδα τής Γεωργίας τής κουτσής. Δεν τού έφταναν τά ποιήματα πού έγραψε -ό κίναιδος- όταν ήταν λεύτερος νά κάνει τέχνη τήν ανθρωπιά του. Αλλά πριν φύγει, μας τ’ άφησε νά τά χαιρόμαστε. Τον εύχαριστοϋμε, γιά τή χαρά. ’Ατίμητα πετράδια, γιά εμάς, τά ποιήματά του. Στολίζουν υπέροχα τον άδικο κόσμο μας. Τον κάνουν νά φαίνεται ωραίος. Τον κάνουν ωραίο. Στον άλλο -τον δίκαιο- δεν έχει ποιήματα τού αδελφού μου. Δεν έχει παρά ελπίδα δικαιοσύνης. Καί ντερβισάδικα τροπάρια πού υμνούν δυο μεγαλοφυή μουστάκια, άπ’όπου κρέμεται το αβέβαιο όραμα ένός μελλοντικού κόσμου, όπου όλοι οί άνθρωποι θά τρών -καί θά χέζουν- τις ίδιες ακριβώς ποσότητες τροφίμων καί ποιότητες σκατών.
Μετρησε τις ρίζες τής ψυχής σου, νά ίδεΐς πόσο μακριά πηγαίνουν…
Ό αδερφός σου
Δημήτρης