Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Στο δημοτικό, η πιο απαίσια βρισιά είναι το να σε αποκαλέσουν διανοούμενο. Αργότερα, το να είσαι διανοούμενος γίνεται σχεδόν προτέρημα. Όμως αυτό είναι ψέμα: το να είσαι διανοούμενος είναι κουσούρι.
Όπως οι ζωντανοί γνωρίζουνε πως θα πεθάνουν, ενώ οι νεκροί δε γνωρίζουνε τίποτα, πιστεύω πως το να είναι κανείς έξυπνος είναι χειρότερο από το να είναι βλάκας, γιατί ένας βλάκας δεν αντιλαμβάνεται τη βλακεία του, ενώ ένας έξυπνος, ακόμα κι αν είναι ταπεινός και μετριόφρων, ξέρει πως είναι έξυπνος, έτσι κι αλλιώς.
Λέει κάπου ο Εκκλησιαστής: όστις προσθέτει γνώσιν, προσθέτει πόνον. Μην έχοντας όμως ποτέ τη τύχη να πάω στο κατηχητικό μαζί με τα άλλα παιδιά, δε προειδοποιήθηκα έγκαιρα για τους κινδύνους που ενέχει η μελέτη.
Είναι πολύ τυχεροί οι χριστιανοί που τόσο νέοι έχουν ήδη μάθει να φυλάγονται από τους κινδύνους της ευφυΐας. Θα ξέρουν έτσι για όλη τους τη ζωή πως να την αποφεύγουν. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι…
Η ευφυΐα είναι μια αποτυχία της εξέλιξης. Εύκολα μπορώ να φανταστώ, στην εποχή των πρώτων προϊστορικών ανθρώπων, σε μια μικρή φυλή, όλα τα παιδιά να τρέχουν μέσα στη πυκνή βλάστηση, να κυνηγούν τις σαύρες, να μαζεύουν φρούτα του δάσους για το βραδινό φαγητό και μετά, σιγά-σιγά, ερχόμενα σ’ επαφή με τους μεγάλους, να γίνονται τέλειοι άντρες ή γυναίκες: κυνηγοί, κουβαλητές, ψαράδες, βυρσοδέψες…
Όμως, αν παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά τη ζωή τούτης της φυλής, θ’ αντιληφτούμε πως ορισμένα παιδιά δε συμμετέχουν στις ομαδικές δραστηριότητες: παραμένουν καθιστά δίπλα στη φωτιά, ασφαλή μέσα στα σπήλαια…..
Το ό,τι περνούν τις μέρες τους δίχως να κάνουν τίποτα, δεν οφείλεται στη τεμπελιά τους, όχι, θα ήθελαν κι αυτά να χοροπηδούν με τους φίλους τους, αλλά δεν μπορούν. Φέρνοντάς τα στο κόσμο, η φύση έκανε το στραβοπάτημά της.
Στη φυλή αυτή, υπάρχει ένα κοριτσάκι που είναι τυφλό, ένα αγοράκι που κουτσαίνει, ένα άλλο παιδί που είναι αδέξιο κι αφηρημένο… Έτσι λοιπόν, τα παιδιά αυτά μένουν στον καταυλισμό και, καθώς δεν έχουν τίποτα να κάνουν και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια δεν έχουν ακόμη εφευρεθεί, δεν έχουν άλλη λύση από το να σκέπτονται και ν’ αφήνουν το νου τους ν’ αλωνίζει λεύτερος. Περνούν λοιπόν το καιρό τους με σκέψεις, προσπαθούν ν’ αποκρυπτογραφήσουν τον κόσμο, σκαρφίζονται ιστορίες κι εφευρίσκουν πράματα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο γεννήθηκε ο πολιτισμός: επειδή κάποια παιδιά μ’ ατέλειες δεν είχανε τίποτ’ άλλο να κάνουν. Αν η φύση δε σακάτευε κανέναν, αν το καλούπι ήταν πάντα αψεγάδιαστο, η ανθρωπότητα θα είχε παραμείνει ένα είδος πρωτόγονων ανθρώπων, ευτυχισμένων, που δε θα σκέφτονταν διόλου τη πρόοδο …
Με κατατρέχει η κατάρα της λογικής. … Μήνες τώρα αναλογίζομαι την ασθένεια που με κάνει να σκέφτομαι υπερβολικά κι έχω συμπεράνει με βεβαιότητα πως υπάρχει μια άμεση σχέση ανάμεσα στη δυστυχία μου και την ακράτεια της λογικής μου. Το να σκέφτομαι, να προσπαθώ να καταλάβω, δε μου απέφερε ποτέ τίποτα, αλλ’ αντιθέτως στρεφόταν πάντα εναντίον μου. …
Το να προσπαθεί κανείς να καταλάβει, είναι κοινωνική αυτοκτονία, αυτό σημαίνει πως δε μπορείς πια να γευτείς τη ζωή χωρίς να νιώσεις, άθελά σου, τόσο σαν αρπακτικό όσο και σαν ανατόμος που διαμελίζει το αντικείμενο της μελέτης του. Πολύ συχνά, σκοτώνουμε αυτό που προσπαθούμε να καταλάβουμε, επειδή, όπως συμβαίνει και με τον μαθητευόμενο γιατρό, η πραγματική γνώση δε μπορεί ν’ αποκτηθεί χωρίς ανατομή …
Οι άνθρωποι απλουστεύουν τον κόσμο χρησιμοποιώντας τη γλώσσα και τη σκέψη, έτσι λοιπόν αποκτούν βεβαιότητες. Και το να έχεις βεβαιότητες, είναι η πιο ισχυρή απόλαυση σε τούτο τον κόσμο, πολύ ισχυρότερη κι από το χρήμα, το σεξ και την εξουσία μαζί. Το ν’ αποποιηθεί κανείς τη πραγματική ευφυΐα, είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τις βεβαιότητές του κι είναι πάντοτε το αόρατο έξοδο για τον τραπεζιτικό λογαριασμό της συνείδησης μας. …
Κάτι που μπορούμε να παραδεχτούμε, είναι πως το να έρχεται κανείς συχνά σ’ επαφή με τα μεγάλα έργα, το να χρησιμοποιεί το πνεύμα του, το να διαβάζει συγγράμματα μεγαλοφυών ανθρώπων, ίσως να μη τον κάνει απαραίτητα ευφυή, καθιστά όμως τον κίνδυνο αυτό, ακόμη περισσότερο.
Υπάρχουν άνθρωποι φυσικά, που μπορεί να έχουν διαβάσει Φρόϋντ, Πλάτωνα, μπορεί να παίζουν στα δάχτυλα τα κουόρκ και να ξέρουν να ξεχωρίσουν ένα κυνηγετικό γεράκι από ένα τσιχλογέρακα, αλλά να είναι εντούτοις ανόητοι.
Παρ’ όλ’ αυτά, δυνητικά, η ευφυΐα, ερχόμενη σ’ επαφή με πολλαπλά ερεθίσματα κι αφήνοντας το πνεύμα όλο και πιο συχνά να βυθίζεται σε μιαν ατμόσφαιρα εμπλουτιστική, βρίσκει κατάλληλο έδαφος για ν’ αναπτυχθεί, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αναπτύσσεται μια ασθένεια.
Διότι η ευφυΐα είναι ασθένεια.
Martin Page, Πως Έγινα Βλάκας*
(Εκδόσεις ΑΣΤΑΡΤΗ, 2004)
*Το «Πώς έγινα βλάκας» είναι ένα βιβλίο του Martin Page το οποίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2004 από τις εκδόσεις Αστάρτη.
Ο ήρωας του βιβλίου, ο Αντουάν, αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα. Υποφέρει από υπερβολική ευφυΐα. Μελετά πολύ και σκέφτεται ακόμα περισσότερο. Πριν από κάθε πράξη του, εξετάζει όλες τις παραμέτρους και όλες τις επιπτώσεις που αυτή πιθανόν να έχει. Αυτό τον κάνει να συμπεριφέρεται πολύ διαφορετικά από τους γύρω του και να αισθάνεται δυστυχισμένος. Έτσι αποφασίζει να αλλάξει, να γίνει πιο βλάκας και άρα πιο ευτυχισμένος!
Αρχικά προσπαθεί να γίνει αλκοολικός πιστεύοντας ότι το πιοτό θα του δώσει τη λύση. Αποτυγχάνει όμως παταγωδώς και καταλήγει στο νοσοκομείο. Μετά αποφασίζει να αυτοκτονήσει, αλλά μελετώντας όλα τα σχετικά περί αυτοχειρίας αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να απομακρυνθεί απ’ οτιδήποτε του διεγείρει το πνεύμα (πνευματώδεις συζητήσεις, βιβλία κλπ). Αποφασίζει, λοιπόν, να γίνει κρετίνος!
Πρόκειται για ένα πολύ ευχάριστο βιβλίο με χιούμορ αλλά και με κοινωνικό προβληματισμό.
«Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον Πάολο Κοέλο από την ανάποδη, που βάζει τον ήρωα του σε μια πνευματική αναζήτηση της χαμένης βλακείας» (Πασκάλ Μπρυκνέρ)
Πηγή: axia-logou
Ο Martin Page γεννήθηκε το 1975. Πέρασε τα νεανικά του χρόνια στα νότια προάστια και σήμερα ζει στη συνοικία Σατώ-Ρουζ του Παρισιού. Προτού δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα, Πώς έγινα βλάκας, περιπλανήθηκε για μερικά χρόνια στο Πανεπιστήμιο. Ήταν ένας ντιλετάντε φοιτητής που, κάθε χρόνο, άλλαζε σχολή. Έτσι σπούδασε νομικά, ψυχολογία, γλωσσολογία, ιστορία τέχνης και ανθρωπολογία. Δούλεψε σαν νυχτοφύλακας, άνθρωπος γενικών καθηκόντων σε φεστιβάλ και επιτηρητής σε κολέγια και λύκεια. Έχει μια ήρεμη ζωή που του επιτρέπει να γράφει μυθιστορήματα. Πότε πότε, γράφει και προλόγους βιβλίων. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε 29 γλώσσες. Του αρέσει πολύ η βροχή, οι περίπατοι στο Παρίσι, ο κινηματογράφος, η τζαζ, η μαγειρική και ο Γούντι Άλλεν.