Κι ύστερα ήρθες εσύ.
Στάθηκες εκεί στην πόρτα μου και με κοίταξες χαμογελώντας.
Με μια βεβαιότητα ότι θα σου παραδοθώ και μια αμφιβολία γι αυτό το βήμα που δε γνώριζες αν έπρεπε να κάνεις.
Κι ύστερα εγώ σου γύρισα την πλάτη μου επιδεικτικά, να σε κάνω να νιώσεις την υπεροχή μου, να μη δεις ότι τρέμω στην ιδέα πως θα με αγγίξεις.
Κι ύστερα έπεσε σκοτάδι.
Βαθύ, πηχτό, βαρύ σκοτάδι. Σκοτάδι κι ανάσες.
Κάπου σε είχα, κάπου με έχανες, κάπου υπήρχαμε μαζί και κάπου μόνοι.
Κι ύστερα ήρθε το πρωί.
Τον κόσμο όλο κατακτήσαμε το βράδυ, μα νιώθαμε χαμένοι.
Γεμίσαμε τόσο βίαια και με ορμή ο ένας τον άλλο, μα νιώθαμε άδειοι.
Κι ύστερα σε κοίταξα στα μάτια τόσο διαπεραστικά μήπως και φτάσω στην καρδιά σου.
Και το ένιωσα για μια στιγμή, πως τα κομμάτια σου μπορώ να τα ενώσω.
Κι ύστερα στάθηκες στην πόρτα, όπως την άνοιξες να μπεις τώρα θα έφευγες.
Λίγο με κράτησες σφιχτά, λίγο με χάιδεψες απλά, λίγο με κοίταξες βαθιά.
Κι ύστερα έπεσε σιγή, μία σιγή σαν ο κόσμος όλος να χάθηκε σε μια στιγμή…
Άδειο το σπίτι, άδειο το σώμα, άδεια ψυχή.
Μια αβάσταχτη τρομαχτική σιωπή.