«Με λένε Μοναξιά.
Ζυγώνω τους ανθρώπους αθόρυβα.
Να τους βοηθήσω θέλω, αλλά οι πιο πολλοί ενοχλούνται μόλις αντιληφθούν την παρουσία μου.
Προσπαθώ μες τη σιωπή να τους μιλήσω χωρίς ήχο, δωροδοκώ με υποσχέσεις τον εγωισμό τους, να παραμερίσει για να δουν τις αλήθειες που τους κρύβει, μα δεν τα καταφέρνω πάντα.
Δεν με θέλουν τότε, τους τυραννάω λένε, όμως για το καλό τους το κάνω.
Συνωμοτώ κρυφά με τα σκοτάδια που σκεπάζουν σαν μαύρο πέπλο την ψυχή τους κι όταν αυτά το επιτρέπουν, βρίσκω μια χαραμάδα φως και τη σκίζω με τα νύχια μου, αφήνοντάς το να ξεχυθεί και να φτάσει ως τα κατάβαθα, τα πιο σκοτεινά ακόμα.
Τότε κάθομαι σε μια γωνιά και η ψυχή για πρώτη φορά μου δίνει σημασία.
Διστακτικά στην αρχή μου ανοίγεται, λέει τα παράπονά της βαριανασαίνοντας.
Στη συνέχεια το παράπονο διαδέχεται ένα ακατάπαυστο παραλήρημα για ό,τι άδικο, για ό,τι τη σημάδεψε και μιλά για βάρος που δεν μπορεί να ξεφορτωθεί.
Μοιρολογεί για ό,τι χάθηκε και κλαίει γοερά, δίχως δάκρυα, κάτι άλλο θα είναι.
Κάνω να τη χαϊδέψω και τραβιέται απότομα, τα δάχτυλά μου είναι κρύα και εκείνη φλέγεται από ένα πυρετό που δεν έχει μονάδα μέτρησης, ούτε σταματημό.
Είναι καιρός που θέλω να τα πούμε οι δυο μας, όμως δεν μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία.
Θέλω να είμαι φίλη σου κι εσύ με εχθρεύεσαι σαν να φταίω εγώ για ό,τι σου συμβαίνει.
Φταίνε οι άνθρωποι, το ξέρω, μα έχεις κι εσύ το μερτικό σου στην ευθύνη.
Σε πρόδωσαν, σε υποτίμησαν, σε ξεγέλασαν και αντί να ορθώσεις ανάστημα και να τους αντιμετωπίσεις, αποσύρθηκες μίζερη και ηττημένη, αμαχητί.
Δεν πάλεψες και τώρα επικαλείσαι ως δικαιολογία το άδικο, όταν εσύ πρώτη από όλους σε αδίκησες.
Στερήθηκες εκούσια κάθε νέα αρχή, μηδένισες τις πιθανότητες που σου έδωσε η ζωή για να ευτυχίσεις, κλείνοντας την πόρτα σε όσους προσπάθησαν μάταια να σε πλησιάσουν, και το χειρότερο, συνεχίζεις να αποποιείσαι των ευθυνών σου, παρακαλώντας για ένα θαύμα που δεν πρόκειται να συμβεί.
Γιατί η ζωή κυρία μου, ανταμείβει τους δυνατούς, όχι τους ευθυνόφοβους λιποτάκτες της.
Το θαύμα παρουσιάζεται σε εκείνους που επιμένουν, που υπομένουν, που αγωνίζονται.
Όταν εσύ παραιτείσαι, τότε είναι που έρχομαι σε σένα και προσπαθώ να σε συνεφέρω, να σε βάλω και πάλι μέσα στο παιχνίδι για να σου δώσω μια θέση στο βάθρο της νίκης, μικρής ή μεγάλης, δεν έχει σημασία.
Όσο σφαλίζεις τα μάτια μόλις με αντικρίζεις, όσο κλείνεις τα αυτιά σου όταν με ακούς, όσο με καταριέσαι και μένεις άπραγη, τόσο εγώ καρφώνομαι μέσα σου.
Μέχρι που δεν θα μπορείς να με βγάλεις από εκεί, πράγμα πολύ δυσάρεστο και θα το καταλάβεις όταν θα είναι αργά πια.
Τότε θα κλαίμε κι οι δυο, δίχως δάκρυα, κάτι άλλο θα είναι.
Με λένε Μοναξιά και όνειρα στάζουν μέσα απ’ τα μάτια μου».
Γράφει η Σοφία Ισμήνη.
πηγή: newsone.gr