-Θα πάρω το ριγκατόνι και για την κυρία μια σαλάτα χωρίς σάλτσες.
Πάλι το κάνεις.
-Τι κάνω;
Παραγγέλνεις για εμένα.
-Μα αγάπη μου…
Άσε τα “αγάπη μου”.
-Σκέφτηκα να σου πάρω μια σαλάτα επειδή…
…επειδή είμαι χοντρή;
-Όχι βέβαια! Αφού ξέρεις πόσο μου αρέσει το σώμα σου. Αλλά επειδή…
…επειδή δεν μπορώ να παραγγείλω μόνη μου; Δεν σου αρέσει η προφορά μου στα Ελληνικά;
-Σταμάτα!
Χαμήλωσε τις ματάρες της. Μου έσκισε την καρδιά. Κοίταξα μαγνητισμένος τις υπέροχες βλεφαρίδες της καθώς μασούσε. Καλά, τι μασούσε; Ακόμα δεν είχαμε παραγγείλει. Αλλά δεν θα άφηνα μια παρεξήγηση να μας χαλάσει την βραδιά. Θα το κλείσω εδώ το θέμα με αποφασιστικότητα και τρυφερότητα όπως της αξίζει:
-…επειδή αγάπη μου είσαι αγελάδα.
Λένε μερικοί “καλά, τι την θες την αγελάδα, αφού μπορείς να πάρεις μόνο το γάλα;” Άσχετοι. Πάντα μου άρεσε το γάλα. Άλλοι δεν αντέχουν την λακτόζη, εγώ δεν αντέχω χωρίς λακτόζη. Μπόλικη μάλιστα. Λίτρα ολόκληρα. Και μου αρέσουν και τα μεγάλα μαστάρια. Από μικρό παιδί. Μια φορά μικρός στο πρωινό είχαμε ξεμείνει από γάλα. Φεύγει ο αδελφός μου και γυρνάει με λίγο στο μπωλ του.
-Που το βρήκες; τον ρωτάω με ύφος μεγάλου αδελφού.
Από την αγελάδα του γείτονα.
-Μα ο γείτονας δεν έχει αγελάδα!
Μα έκατσε και την άρμεξα.
-Έκανε και “μουυυυυυ”!
Ρε μήπως έκανε “μιάουυυυ”; Γάτα έχει ο άνθρωπος!
Τις αγελάδες τις ερωτεύτηκα σαν είδος σε πεζοπορίες. Πρέπει να περάσεις καιρό μαζί τους σε ελεύθερες καταστάσεις για να καταλάβεις το μεγαλείο τους. Είναι περίεργα ζώα. Εννοώ, έχουν μεγάλη περιέργεια. Με τον φίλο μου τον Αλέξανδρο μια φορά περπατούσαμε στην Σκωτία. Τρεις μέρες μούσκεμα βασικά. Αλλά σε μια μικρή ανάπαυλα από την βροχή (εκεί το λένε άνοιξη) πετύχαμε ένα λιβάδι γεμάτο αγελάδες. Ήθελε να τις φωτογραφήσει. Άρχισα να τους μιλάω εγώ για να μείνουν στο κάδρο έτσι όπως το είχε φανταστεί. Με άκουγαν! Ήρθαν και όσες ήταν πιο απόμερα να δούνε τι γίνεται. Κάτι πήγαινε λάθος με την κάμερα όμως και άρχισαν να βαριούνται. Οπότε τους έκανα έναν περίεργο χορό. Ενθουσιάστηκε το κοινό μου. Μόνο μια αγελάδα στην άλλη άκρη του χωραφιού δεν ήρθε.
Πήρε την φωτογραφία, χαιρέτησα τις αγελάδες και πήραμε τον δρόμο μας. Το μονοπάτι ακολουθούσε τον φράχτη. Οι αγελάδες γύρισαν στις δουλειές τους. Έχουν τέσσερα στομάχια λέει. Βασικά δικαιολογία να τρώνε πιο πολύ είναι νομίζω. Μερικές έκατσαν πάλι κάτω να μηρυκάσουν, είναι σαν να κάνεις ένα αναδρομικό best of του μεσημεριανού σου. Ξαναθυμήθηκα ότι ήταν μούσκεμα τα παπούτσια μου. Κοίταξα τον βαρύ ουρανό και αναρωτήθηκα πότε θα ξαναρχίσει να βρέχει.
Και τότε την είδα πάλι. Η μοναχική αγελάδα, εκείνη που δεν ήρθε μαζί με τις άλλες. Άσπρη και λίγες καφέ βούλες. Πανέμορφη. Έκανε ότι έψαχνε φρέσκο χορτάρι αλλά με μπάνιζε με πλάγιες ματιές. Σε κάθε κοπάδι υπάρχει μια. Αυτή που κάθεται παράμερα, που σκέφτεται, που γράφει ποιήματα. Αυτή που κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα ενώ όλοι ξέρουμε ότι τα ζώα δεν έχουν μεταφυσικές αγωνίες.
Αυτή η αγελάδα είμαι εγώ.