Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και πήρε ανάσα βαθιά. Ήταν πάλι εκείνο το συναίσθημα, αυτό της παντοδυναμίας. Αυτό που όλα τα μπορείς και όλος ο κόσμος μοιάζει σα να φτιάχτηκε για σένα μόνο. Πόσο καιρό είχε να το νιώσει… Δε μπορεί, ψέμα θα ήταν.
Ο φόβος παραφυλούσε κρυμμένος στο τέλος του δρόμου για να του πάρει πίσω αυτό που ακόμη δεν είχε προλάβει να αποχτήσει. Ήταν εκεί για να τον δέσει με τα σχοινιά της λογικής, να ποδοπατήσει το πάθος του και να ξεριζώσει κάθε ίχνος από τον έρωτα που ένιωθε.
«Έρωτας», είπε τη λέξη δυνατά κοιτώντας τον ουρανό… «Έρωτας» είπε κι άρχισε να τρέχει με μανία και ορμή για να κάνει την αναμέτρηση του με ότι κι αν τον περίμενε στο τέλος του δρόμου.