Όταν ξεκίνησα να γράψω το αριστούργημα που θα λάβει χώρα μπροστά στα εκστασιασμένα μάτια σου, αγαπητέ αναγνώστη, ήθελα να του κοτσάρω έναν τίτλο Βοσκοπουλικό, τύπου Μανίτσα μου, Μανίτσα μου θα πάρω τη βαλίτσα μου.
Καταρχήν για να ταιριάξει ο τίτλος με το επώνυμό μου ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ. Έτσι λένε τον μπαμπά μου και τον μπαμπά του και όλες τους μπαμπάδες που προηγήθηκαν του δικού μου για να φτάσει, ο θρυλικός και τραγουδισμένος τίτλος να συνοδέψει το όνομά μου, Αναστασία, για τους φίλους Νατάσσα και να δέσει με την όλη μου προσωπικότητα.
Αυτά για ολίγον to know us better, μιας και τα λέμε ενίοτε εδώ στα γρασίδια, που πνέουν άνεμοι βόρειοι και νότιοι, με βαρομετρικό ειρηνικό και ζεν αναρχοαυτόνομο.
Ο δεύτερος λόγος που ήθελα να κάνω αναφορά όχι στον Γκρέκο – ακόμα – αλλά στον τρισμέγιστο Τόλη είναι κυρίως η βαλίτσα. Το μπαγκάζι, το σακίδιο, το ταγαράκι έστω… Όχι, δεν αναφέρομαι σε αυτό που ζουλάς από εδώ και από εκεί να χωρέσει τα υπάρχοντα τα απαραίτητα για ένα σύντομο weekend, τριήμερο, πενθήμερο στο Άνω-Κάτω Κουφονήσι. Το μπαγκάζι που κουβαλάς στο Σκορπονήσι που λέγεται συνείδηση με όλα τα κουστουμάκια που φόρεσες από τις εμπειρίες που σε γονάτισαν, σε άλλαξαν, σε έκαναν ρετάλι, ρεμάλι!
Ηρέμησε δεν ακολουθεί κράξιμο. Διαπίστωση μόνο.
Έχεις ποτέ αναρωτηθεί, γιατί τα πράγματα όλα ήταν πιο εύκολα παλιότερα; Γιατί χρόνο με το χρόνο σου δημιουργείται το feeling πως κάθε πέρσι όντως ήταν καλύτερα, ενώ πλέον δυσκολεύεσαι για τα βασικά, τα δεδομένα και τα ευκολάκια του προηγούμενου έκκλητου βίου σου;
Δε μιλάω για τους όρους διαβίωσης και το γεγονός ότι βρέχει κρίση στην Ελλάδα. Προφανώς εκεί δε χρειάζεται να ψάξεις τους λόγους, αν συμβαίνει αυτό, γιατί by default το λούζεσαι, το αντιμετωπίζεις, γουστάρεις δε γουστάρεις, κανονικά και κυρίως με το νόμο. Βιασμός νόμιμος και με εντολή Σαμαρά και δυστυχώς ουχί του Τρύφωνος, βεβαίως, βεβαίως.
Μιλάω για την επικοινωνία, το σχεσιακό σάμθινγκ που σου αλλάζει τις λάμπες και σε βάζει σε mode φωτορυθμικού, σε αντικατοπτρισμό ντισκομπάλας, σε μια εποχή που ντίσκο γουστάρεις και ντίσκο δεν βρίσκεις.
Θα μου πεις τώρα και με τα δίκια σου… μπαγκάζια και βαλίτσα σε σχέση ρε Μανίτσα;
Αμέεεε σε σχέση μπουκλίτσα μου!
Κατεβαίνεις στην αρένα με φουλ αξεσουάρ… τα βίτσια σου, τις ανασφάλειές σου, τα κολλήματα, τους περιορισμούς, τις προτιμήσεις, τις αναλύσεις, τα σέα σου, τα μέα σου, δε μου αρέσουν οι άντρες με μεγάλη φράτζα, εγώ τη γυναίκα τη θέλω στα τέσσερα μόνο και με τα μαλλιά μέχρι τη μέση, μη φοράς εσπαντρίγιες Τάκη μου, μόνο μοκασίνι, δε θέλω τα κόκκινα, ούτε τα μπεζ, θέλω τα ίδια που φόραγες χθες… αφού το ξέρεις πως πεθαίνεις για τα πρόστυχα τα μαύρα τα εσώρουχά της, γιατί νομίζεις πως σε φέρνουν πιο κοντά της… Έλα όμως που αυτή γουστάρει κυριλέ και εσύ έχεις κολλήσει με τα όσο πιο φτηνιάρικα τόσο πιο ωραία και κυρίως από την Καλλιθέα… λέμε τώρα!
Και γεμίζουν οι βαλίτσες, φουσκώνουν τα μπαγκάζια και πας για καφέ με διάθεση να μην πάρεις ούτε πορτοφόλι… Να αφήσεις μόνο κάτι ψιλά να κουδουνάνε συναυλιακά στο πίσω κωλοτσεπάκι. Έτσι απλά και χαλαρά να απολαύσεις στιγμές χωρίς τις άμυνες σου, ξεβράκωτος απέναντι στα κατάδικά σου συναισθήματα. Μα ξάφνου προκύπτει η ανασφάλεια, ξάφνου ακαλύπτεις ότι τα χρόνια που περάσανε σου κρέμασαν στον ώμο φορτίο ασήκωτο από ανάγκες που νομίζεις πως δεν καλύφθηκαν και τώρα σου τη λένε τις ώρες τις μικρές, ή από προσδοκίες της μαμάς που ακόμα τις χρωστάς, από αυτές που κάποτε τις έτριβες στη μούρη γιατί υπήρξες και επαναστάτης, όμως καθώς περνάν τα χρόνια, τη βάζεις την κολώνια. Δεν ξεφεύγεις εύκολα από το τριπάκι του κουτιού. Μπαίνεις μέσα μαζί με τα όλα υποτιθέμενα θέλω σου κλείνεις και το καπάκι και κάνεις πως αναπνέεις. Breathe in, breathe out, να ξεγελάσουμε την επιθυμία γιατί είναι ωραία εδώ στον κόσμο του εικονικού παγωτού. Είναι πιο safe να κρατάς άμυνα από το να παίζεις μονίμως στην επίθεση. Γιατί αν πληγωθείς, ποιος θα σε μαζέψει; Ποιος θα βγει από το δικό του κουτί να πάρει αέρα, για να σου ανοίξει και εσένα το καπάκι να δεις αν έχεις ακόμα στον ήλιο μοίρα;
Εκεί τη χάνουμε τη μπάλα… στη βαλίτσα. Σε όλα όσα κουβαλάμε, τα ανούσια κολλήματα που προέκυψαν με κάθε χαστούκι από προηγούμενες ιστορίες, που έληξαν άδοξα και μας άφησαν σημάδια. Σε κάθε αντίδραση του άλλου που έρχεται και μπαίνει στη ζωή σου ενεργοποιείται και ένα σημάδι, που θυμάται να σε πονέσει την πιο άκυρη στιγμή… Ίσα να σου χαλάσει τη διάθεση και να κάνει το τώρα σου χειρότερο απ΄το χθες, τη σύγκριση μοιραία πως τάχα μου στο παρελθόν ήταν τελικά όλα πιο ωραία… Μπορεί να ήταν, μπορεί όμως και να μην ήταν, απλά δε θα το μάθεις ποτέ!
Κάπου εδώ, ξέρω, θα περίμενες πρόταση. Τι κάνουμε τώρα που κουβαλάμε μια Σαμσονάιτ βαλίτσα να, μετά συγχωρήσεως, με κλειδαριά και κωδικό ασφαλείας, μην τύχει και μας κλέψουν τα κολλήματα άλλοι και βρεθούμε ξαφνικά, εκτεθειμένοι μέχρι αηδίας, χωρίς τοίχο άμυνας, ούτε καν μαντράκι;
Δεν έχω πρόταση. Η απάντηση είναι τίποτα. Είναι από τις περιπτώσεις που μόνος σου την βρίσκεις την άκρη… αν τη βρεις ποτέ. Μόνος σου θα κρίνεις αν αξίζει μονίμως να διώχνεις ή να χάνεις ανθρώπους από κοντά σου, μόνο και μόνο για να διατηρήσεις τα φαντάσματά σου ζωντανά και τον μύθο σου απομυθοποιημένο.
Όλοι τα κουβαλάμε τα μπαγκάζια μας και τα περιφέρουμε από εδώ και από εκεί και δεν είμαι εγώ αυτή που έχει καταφέρει ολοσχερώς να απαλλαχθεί από τα περιττά, περισώζοντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα, ώστε να το παίξω ο γκουρού του ζεν και της ανωτερότητας.
Το παλεύω όμως. Δεν έχω βολευτεί ακόμα άνετα στο δικό μου κουτάκι. Δεν ξέρω αν θα βολευτώ ποτέ. Ελπίζω να μην… γιατί καθόλου δε μου πάει το στάσιμο, το κλισέ και το δήθεν. Που ακόμα και αυτά είναι εντελώς υποκειμενικά, εντελώς ρευστά.
Το παλεύω… ακόμα και μέσα στις ώρες της σιωπής μου, μάλλον κυρίως εκεί, που είμαι αντιμέτωπη εγώ με το εγώ μου. Αναμέτρηση μαμούθ με την αυτοκυριαρχία μου… Εκεί ανακαλύπτω πάντα πως τα κολλήματα ποτέ δε με κερδίζουν. Πως αδειάζω όλες τις βαλίτσες μου με τη μία, όταν ακούσω εκείνα τα τραγούδια που με πήραν απ’ το χέρι, κάτι στιχάκια σαλεμένων εραστών. Πετάω αποσκευές απ’το παράθυρο για όλες εκείνες τις μικρές στιγμές που γίνονται μεγάλες, όταν αποφασίσουμε να δώσουμε χώρο, χρόνο, οξυγόνο…