Ημουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και διάβαζα για τομάθημα της Ιστορίας. Ήμασταν στο κεφάλαιο τηςγαλλικής επανάστασης. Μουτζούρωνα ένα σκίτσομε τη Μαρία Αντουανέττα που την οδηγούσαν στην γκιλοτίνα. Της ζωγράφιζα τεράστια δόντια σαν της Λόρεν, ότανκάποιος χτύπησε την πόρτα του δωματίου μου. Ανασκουμπώθηκα στο κρεβάτι μου κι έκανα πως διαβάζω. Ο μπα-μπάς μου κι η μαμά μου μπήκαν και στάθηκαν μπροστάμου.
«Γεια σου, μωρό μου» είπε ο μπαμπάς μου ξύνοντας τοχέρι του. Η τελευταία λόξα των γονιών μου ήταν τα ρούχα φτιαγμένα από οικολογικό νήμα. Υποτίθεται πως τα ρούχα αυτάήταν πλήρως ανακυκλώσιμα και φιλικά προς το περιβάλλον,όμως ο μπαμπάς μου είχε πάθει αλλεργία από το ύφασμααυτό. Έβγαζε συνέχεια κάτι κόκκινα εξανθήματα, όμωςπαρ’ όλ’ αυτά, συνέχιζε να τα φοράει. Έτσι είναι – αν θεςνα σώσεις τον πλανήτη, πρέπει να πληρώσεις και το τίμημα,δεν μπορείς να τα έχεις όλα.
Ο μπαμπάς μου έριξε μια ματιά σε αυτό που διάβαζα καιχαμογέλασε. «Περίφημα, liberté, egalité, fraternité*». Πήρε το βιβλίο από τα χέρια μου κι άρχισε να το ξεφυλ-λίζει. Είχε κάνει γαλλικά στο πανεπιστήμιο, κάτι που, φυσι-κά, αποδείχτηκε άχρηστο, όπως τα περισσότερα πράγματαπου είχε σπουδάσει. Η μαμά μου στάθηκε δίπλα του και πήρε το σοβαρό της ύφος. Έβαλε τα μαλλιά της πίσω από τααυτιά, όμως ήταν τόσο σγουρά, που ξαναέπεσαν πάλι στοπρόσωπό της.«Τι τρέχει;» ρώτησα.
* «Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» ήταν το σύνθημα της γαλλικής επα-νάστασης του 1789.
Από το “Πώς εκδικήθηκα την καλύτερη μου φίλη“