«Όλα συγχωρούνται, αλλά το να θέλεις να μεταλλάξεις το κατεξοχήν απρόβλεπτο πράγμα, τον έρωτα, σε κάτι προβλεπόμενο, είναι η μεγαλύτερη ύβρις». Ο Μιλάν μιλούσε για αθανασία -το θέμα του νέου του βιβλίου- και δεν μιλούσε διόλου για αγάπη. «Μα, επιτέλους κύριε Κούντερα», είπε ο παρουσιαστής με τα άψογα, άθλια παστέλ, «η αγάπη δεν είναι και για εσάς ό,τι είναι και για τους υπόλοιπους θνητούς;
Δεν είναι θυσία, αυταπάρνηση, δόσιμο, εγκατάλειψη, αδυναμία;»
Το είδωλο απάντησε: «Λόγια κύριέ μου, πολλά λόγια. Η αγάπη, όπως την εκτιμά και τη βιώνει η πλειοψηφία των ανθρώπων, δεν είναι παρά μια μίζερη υπόθεση που με θλίβει. Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν πως αγαπάνε αλλά οι άνθρωποι έτσι κι αλλιώς δεν είναι σχεδόν ποτέ αυτό που νομίζουν πως είναι αλλά κάτι πολύ φθηνότερο, πολύ λιγότερο ευαίσθητο και συνήθως, εξαιρετικά αδιάφορο.
Η “αγάπη” τους είναι το ίδιο άκυρη με την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Αυτοί οι παραφουσκωμένοι διάνοι -κι όσο πιο ασήμαντος ο άνθρωπος, τόσο πιο Σπουδαίος και Ακτινοβόλος νιώθει, με τον τρόπο που ο ετοιμοθάνατος νιώθει ξαφνικά υγιής- μεταφράζουν όλη την ασημαντότητα και την κοινοτοπία του κούφιου τους συναισθήματος στο ιδίωμα της ωραιότητας, της δήθεν αγάπης, της συγκίνησης.
“Αγαπάνε” παράγοντας κιτς, γιατί τι άλλο είναι η εύκολη, δηλώσιμη, καταγράψιμη αγάπη τους, παρά η προσπάθεια να αρέσουν με κάθε τρόπο σε όσους πιστεύουν πως φτάνει να δηλώνεις πως αγαπάς για να εξυψώνεσαι;»
[ .]
«Η αγάπη», συνέχισε το είδωλό μου, «είναι πράξη Δημιουργίας και μόνο. Συντελείται μέσα στο χρόνο, έτσι ώστε ο άλλος μέσα από την πράξη της αγάπης μας να καταφέρει να πραγματώσει το Es muss sein του. Το Πρέπει του. Αυτό για το οποίο ετάχθη».
[ .]
«Ο ερωτευμένος που λέει πως αγαπάει», είπε ο Δ., «κατ’ αρχάς διαμαρτύρεται για το ίδιο το συναίσθημά του. Γι’ αυτό το ρήμα «Αγαπώ» συνοδεύεται συνήθως από τη φράση «πώς την έπαθα εγώ» ή «πώς την πάτησα έτσι». Ποιος ερωτευμένος νιώθει πως την πάτησε όμως; Την πατάνε αυτοί που δεν αντέχουν την Αλλότητα του αγαπημένου προσώπου, που επιδιώκουν να βρουν τρόπο ώστε να καταργήσουν τη διαφορά του άλλου από τους ίδιους, να εξουδετερώσουν τον εξωτισμό του, το μυστήριο, το απρόβλεπτο. Μέχρι λοιπόν να βρουν τρόπο αυτοί οι τύποι να αλώσουν αυτό που τους απειλεί, νιώθουν πως την έχουν πατήσει».
«Δεν σε καταλαβαίνω», είπα. «Είναι απλό, γι’ αυτό δεν θες να καταλάβεις. Νομίζουμε πως ξέρουμε πολύ καλά το πώς σκέφτονται οι άνθρωποι, για τον απλούστατο λόγο πως δεν δίνουμε σημασία στους άλλους. Μόλις θελήσουμε να ασχοληθούμε, όπως γίνεται στους έρωτες όπου καις και λίγη βενζίνη παραπάνω για τον άλλο, αντιλαμβανόμαστε το μεγάλο μυστήριο. Και τότε χάνουμε συνεχώς τις παρτίδες εξαιτίας του Απρόβλεπτου του άλλου. Δηλαδή του μη ελέγξιμου. Για να μη νιώθουμε πως την πατάμε διηνεκώς και βέβαια, για να κάνουμε κάποτε του χεριού μας αυτόν που μας κάνει ώστε το χέρι μας να μην είναι στο χέρι μας, καταφεύγουμε στη Στρατηγική».
«Πιο περίπλοκα δεν μπορείς να μου τα εξηγήσεις;». «Μα είναι τόσο περίπλοκα που δεν γίνεται άλλο. Το «Σ” αγαπώ» των περισσότερων ανθρώπων σημαίνει: επενδύω σε ένα άτομο, το καταδείχνω και αγωνίζομαι να το μετατρέψω σε σύντροφο, να το επιβιβάσω καλά και σώνει στην ίδια σχεδία με μένα. Άρα “αγαπάω” θα πει “επιθυμία εγκατάστασης του άλλου στον τόπο που ορίζω και καθορίζω εγώ”. Συμπέρασμα; Επειδή αγαπάω, δικαιούμαι να εξουδετερώσω κάθε αλλιώτικη διάθεση του άλλου, κάθε στοιχείο δύναμής του που δεν εγκρίνω, κάθε επιθυμία του που είναι διαφορετική από τη δική μου. Με δυο λόγια, να τον ξεδοντιάσω».
«Εμπεδώνω, εμπεδώνω», φώναξα. «Το αγαπώ για την πλειονότητα δεν είναι παρά μια επιτακτική ανάγκη ομαλοποίησης της ζωής τους. Γι” αυτό κι όταν το “σ” αγαπώ” αυτής της πλειονότητας δεν εκπληρώνεται φέρνοντας αυτή την ομαλότητα, συνήθως μ” ένα γάμο, για να κυριολεκτούμε, δεν ανεβάζει τον άλλον στη σχεδία των σχεδίων μας, τότε είναι που αρχίζουμε να λέμε άντρες και γυναίκες τις γνωστές φριχτές κουβέντες της γυναικάρας: πως τάχα αυτός ο δεσμός βιώνεται σαν τραύμα, πως είμαστε αδικημένοι -πράγμα που τελικά σημαίνει πως δεν έγινε το δικό μας ».
«Τι γελοίες συμπεριφορές!» είπε ο Δ. «Με πιάνει ναυτία όταν ακούω να λένε τη φράση μισή: “εγώ γι” αυτόν έκανα τα πάντα”. Αντί για ολόκληρη που είναι: «εγώ γι” αυτόν έκανα τα πάντα ώστε να τον φέρω στα μέτρα μου»… Δεν καταβάλλουν ούτε καν ψευτοπροσπάθεια να γνωρίσουν τον εαυτό τους, πόσο μάλλον αυτόν που αγαπάνε. Κι αν παρατηρήσεις, θα διαπιστώσεις πως το “σ” αγαπώ” τους, διόλου δε σημαίνει “σ” αγαπώ”. Έχει μέσα του την προστακτική και είναι ένα “αγάπα με” και μόνο».
[ .]
Έφαγε ένα δαμάσκηνο από το υπομονετικά φτιαγμένο ισραηλινό φαγητό του. «Κοίτα αυτό το εμπνευσμένο πιάτο», είπε. «Πόση αγάπη εκπέμπει, πόσο μη προβλεπόμενο είναι στα χρώματά του και στα συστατικά του, πόσο λυτρωτικό και για σένα που το ”φτιαξες και για μένα που το τρώω. Καλύτερα έχω την αγάπη με την οποία παρασκευάστηκε και σερβιρίστηκε αυτό το πιάτο, απ” όλη την αγάπη του κοπαδιού για τον άνθρωπο. Γιατί όλα συγχωρούνται, αλλά το να θέλεις να μεταλλάξεις το κατεξοχήν απρόβλεπτο πράγμα, τον έρωτα, σε κάτι προβλεπόμενο, είναι η μεγαλύτερη Ύβρις». Δεν το «λέει ο τύπος τώρα».
Περιοδικό Γυναίκα, Σεπτέμβριος 1991, από τη στήλη «Επ’ αυτοφώρω» της Μαλβίνας Κάραλη.
Πηγή: doctv.gr