Ο μικρός λιποθύμησε.
Αναμενόμενο.
Απεργία πείνας κάνει, όχι πενθήμερη στη Μύκονο.
Το κράτος, για μία ακόμη φορά, παραμένει σκληρό, αμετανόητο, ασυγκίνητο μπροστά στο απευκταίο που πλησιάζει, ώρα με την ώρα, όλο και πιο κοντά. Καμία διάθεση να βάλει νερό στο κρασί του. Ημίμετρα όπως οι τηλεδιασκέψεις και η εξ αποστάσεως μάθηση χαρακτηρίζονται ανεπίτρεπτα και εξοργίζουν μια κοινωνία ολόκληρη, η οποία κρέμεται από τα λόγια των γιατρών που στέκονται δίπλα στο παλικάρι που χαροπαλεύει.
Μια κοινωνία, έτοιμη να μετατρέψει το κύμα συμπαράστασης και αλληλεγγύης σε τσουνάμι που θα κάψει τα πάντα στο πέρασμά του. Τράπεζες, αυτοκίνητα, κάδους απορριμμάτων, κλούβες. Γενικά, ότι τσουλάει και στέκεται. Αν, μάλιστα, περπατάει και αναπνέει, θα χαρακτηριστεί ως παράπλευρη απώλεια. Η οργή, άλλωστε, ο φόβος και το αίσθημα δικαίου μπορούν να δικαιολογήσουν τα πάντα.
Κάπως έτσι, τέτοιες μέρες πριν έξι χρόνια, ένας ειδικός φρουρός που την είδε σερίφης, κυριευμένος από φόβο, όπως ισχυρίστηκε, σημάδεψε και σκότωσε εν ψυχρώ και με πλήρη διαύγεια ένα δεκαπεντάχρονο παιδί. Καταδικάστηκε. Ισόβια.
Τότε που ξεκίνησαν όλα.
Η συνέχεια είναι, λίγο – πολύ, γνωστή. Ο καλύτερος φίλος του Γρηγορόπουλου τραυματίζεται θανάσιμα, στην ψυχή, αποκτά τάσεις φυγής από το σπίτι, σιχαίνεται το σύστημα (το είχε σιχαθεί και πιο νωρίς, όταν δε γούσταρε μία το Μωραϊτη), αποφασίζει να σταθεί απέναντι από αυτό, αρπάζει ένα όπλο, μπουκάρει σε μια τράπεζα, τσακώνει έναν όμηρο, συλλαμβάνεται, τρώει καντάρια ξύλο, δικάζεται και φυλακίζεται. Δίνει πανελλήνιες, πετυχαίνει, γράφει στ’ αρχίδια του βραβεύσεις και χρήματα, ζητάει εκπαιδευτική άδεια, τσιμπάει τ’ αρχίδια της πολιτείας (ότι δίνεις, παίρνεις σε αυτή τη ζωή), κατεβαίνει σε απεργία πείνας και κινδυνεύει να μη σπουδάσει ποτέ.
Και οι γονείς; Πού στέκονται σε όλη αυτή την εξίσωση; Θεωρητικά, δίπλα στο παιδί τους, στηρίζοντας το στην απόφαση που πήρε να τη δει Τσε των Εξαρχείων. Πρακτικά, μπροστά του, περιμένοντας να το νεκροφιλήσουν για να κοιμούνται με τη συνείδησή τους καθαρή ότι το παιδί τους έγινε ήρωας.
Αυτό που απεύχεται σύσσωμη η κοινωνία, ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή όχι με την απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού, κοντράρει στο διαστροφικό μυαλό της Παυλίνας Νάσιουτζικ και του Γιώργου Ρωμανού.
Δεν μπορώ να εξηγήσω, αλλιώς, τη σημερινή τους δήλωση, όταν λίγα μέτρα παραπέρα το παιδί τους φθίνει. Οι ίδιοι δηλώνουν ότι «…είναι εξοργιστικό να δείχνει ότι αγνοεί (ο Αθανασίου) τον λόγο ύπαρξης των αδειών σε κρατουμένους. Οι άδειες βγάζουν τον κρατούμενο από το άβατο της φυλακής για να τον επανασυνδέσουν με την κοινωνία…». Την ίδια στιγμή, ο γιος τους δηλώνει ότι «…ο αγώνας συνεχίζεται με γροθιά στο μαχαίρι, ξανά και ξανά…». Είναι περιττό, αλλά θα καταγράψω το προφανές, ότι δηλαδή όταν ρίχνεις γροθιά στο μαχαίρι ξανά και ξανά, δε φταίει το μαχαίρι που θα μείνεις χωρίς χέρι. Επίσης, είναι ξεκάθαρο ότι ο Ρωμανός δεν προσδοκεί επανασύνδεση με την κοινωνία, αλλά επανασύνδεση με όσους τάσσονται υπέρ της γροθιάς.
Εκείνο, όμως, που με εξοργίζει αφάνταστα είναι το επόμενο εδάφιο της επιστολής της κ. Νάσιουτζικ και του κ. Ρωμανού: «…Ο χρόνος πιέζει αμείλικτα. Η απάντηση είναι μία. Αλλιώς, η Ελλάδα σε λίγες μέρες θα θρηνεί τον πρώτο νεκρό πολιτικό κρατούμενο από απεργία πείνας…». Ωμός, σκληρός, αμετανόητος εκβιασμός. Σαν το κράτος που καταγγέλλει ο γιος τους. Βρείτε μου μια μάνα που επιλέγει να μη δεχθεί μια μέση λύση και προτιμά να θάψει το παιδί της.
Βρες μου εσύ, κουφιοκέφαλε, που το μυαλό σου έχει κολλήσει στο αναφαίρετο δικαίωμα του Ρωμανού να σπουδάσει, μια μάνα που αρνείται με τη στάση της το αναφαίρετο δικαίωμα του Ρωμανού να ζήσει.
Κινούμαι σε πολύ λεπτές γραμμές, προσπαθώντας να μην πάρει ο διάολος μερικούς από εκείνους που με ανεβοκατεβάζουν φασιστόμουτρο, επειδή ισχυρίζομαι ότι ο Ρωμανός δεν έχει δίκιο. Δεν θα το κάνω, γιατί δε χρωστάω σε κανέναν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, ούτε απολογούμαι για τις απόψεις που έχω. Άσε που σέβομαι το παλικάρι πολύ περισσότερο από τους όψιμους αριστερούς που μύρισαν αίμα και τρέξανε. Κι ας μην είμαι αριστερός. Όψιμος τουλάχιστον.
Το σέβομαι. Ταυτόχρονα, το λυπάμαι. Μπήκε σε μία ατραπό που δεν ήταν επιλογή του. Κι αν ο μπάτσος τον οδήγησε στην αναρχία, οι γονείς του τον οδηγούν, με μαθηματική ακρίβεια στο θάνατο. Είναι οι ίδιοι, μάλλον, που τον συμβούλευσαν να επιλέξει το κατάλληλο timing για την απεργία πείνας, ώστε να είναι πιο κοντά στην επέτειο του Γρηγορόπουλου. Ναι, καλά ακούς. Όταν από το Σεπτέμβρη τρως το ένα άκυρο μετά το άλλο στα αιτήματά σου, δεν περιμένεις να περάσουν δυο μήνες για να θυμηθείς να αντιδράσεις.
Είναι οι ίδιοι που επιλέγουν να πρωταγωνιστήσουν σε έναν αγώνα πάλης και αντοχής, με στίβο το κορμί του Ρωμανού. Στο φινάλε, το κράτος θα φανεί ανάλγητο. Εκείνοι, θα ενταφιάσουν το παιδί τους. Μην ψάχνεις να βρεις εξίσωση, δεν υπάρχει. Αν κατηγορείς μία φορά την πολιτεία που δεν κάνει πίσω, πόσες κατηγορίες θα πρέπει να βαρύνουν δύο γονείς (ο Θεός να τους κάνει κι ας μην πιστεύω πολύ) που παίζουν στη ρουλέτα το ίδιο τους το σπλάχνο;
Είναι εκείνοι που δασκάλεψαν το γιο τους να χωρίσει την κοινωνία στα δύο. Γιατί είτε μας αρέσει είτε όχι, ζούμε ένα λεκτικό εμφύλιο, ο οποίος δεν αργεί να μετατραπεί σε πραγματικό. Πες τον ταξικό, κοινωνικό, αστικό, Μπάμπη, Λευτέρη ή όπως αλλιώς θες. Δεν παύει να είναι εμφύλιος. Δεν τον έχω ζήσει, ο πατέρας μου όμως ήταν λίγο πιο μικρός από τον Γρηγορόπουλο. Και πριν τον εμφύλιο, πέρασε κατοχή. Πέντε χρονών ήταν. Πόσο θα έπρεπε να έχει μισήσει το σύστημα και την κοινωνία αυτός ο άνθρωπος; Με τι αρχές θα έπρεπε να έχει, κατά τη γνώμη σας, το γιο του; Ξέρω τι θα μου πεις, ότι βολεύτηκε. Δεν το έκανε. Δεν ξεκίνησε απεργία πείνας όταν στο στρατό του αρνήθηκαν επί έξι και πλέον μήνες την οποιαδήποτε άδεια για να μεταβεί από το Άργος Ορεστικό στη Θεσσαλονίκη. Δε βολεύτηκε, προσαρμόστηκε. Και πολέμησε τη σαπίλα με το να δημιουργήσει μια δεμένη οικογένεια και να ζει με την αξιοπρέπεια σαν οδηγό. Δεν εκβίασε ποτέ του, παρά μόνο το χρόνο. Και τούτο γιατί γουστάρει τη ζωή κι ας ξέρει ότι βαίνει, στατιστικά, προς την πλήρωση του προσδόκιμου ζωής. Κι ας ξέρει ότι δεν του απομένει πολύ, όπως λέει και ο ίδιος. Παρά ταύτα, δεν του περνάει από το μυαλό να θυσιάσει μια μέρα ζωής, όχι ολόκληρη, όπως ο Ρωμανός.
Γάμα το προσωπικό. Άλλο παράδειγμα. Θάνος Αξαρλιάν. Συνομήλικος του Ρωμανού. Νεκρός από ρουκέτα της 17Ν, χωρίς να είναι στόχος. Έτυχε, απλά, να περνάει από το λάθος σημείο τη λάθος ώρα.
ΝΕΚΡΟΣ ΜΑΛΑΚΑ ΜΟΥ. ΟΧΙ ΑΠΕΡΓΟΣ ΠΕΙΝΑΣ. ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ;
Κατά τη λογική της ευαίσθητης ψυχοσύνθεσης του Ρωμανού, η μάνα του Αξαρλιάν θα έπρεπε να τσακώσει ένα μυδραλιοβόλο και να μας γαμήσει ό,τι έχουμε και δεν έχουμε. Δεν το έκανε. Δεν ώθησε την κοινωνία στα κάγκελα. Έκλαψε, θρήνησε και δεn ξέχασε. Ήταν αξιοπρεπής; Αν ναι, τότε η μάνα του Ρωμανού είναι σούργελο, ένα νούμερο που έστησε στα έντεκα βήματα το γιο της και περιμένει να εξαργυρώσει το θάνατό του με το επόμενο βιβλίο της.
Αντί επιλόγου, θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Παυλίνας Νάσιουτζικ «Ο τρελός δρόμος του έρωτα», το οποίο εκδόθηκε το 2009, μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου και πριν τη ληστεία στο Βελβεντό:
«…Τέσσερις ώρες όρθια στην πορεία, έγινα ράκος. Γύρισα σπίτι κι έκανα δύο ώρες τζακούζι για να συνέλθω. Πρήστηκαν τα πόδια μου. Πήγε το τρελό και πέταξε πέτρες στους αστυνομικούς. Ίσα που πρόλαβα να την αρπάξω, πριν την ψεκάσουν. Μη γελάς, Μυρτώ, πες για τα νεράντζια που πέταξες στους αστυνομικούς…»
Τα σχόλια δικά σας…