«Υπάρχει κάτι ταπεινωτικό στην οδύνη, ενώ στη συμπόνια υπάρχει κάτι που εξυψώνει και δίνει υπεροχή»
ΟΤΑΝ ΑΓΑΠΟΥΜΕ, ΣΕΒΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΖΟΥΜΕ κάποιον και κατόπιν όταν βλέπουμε ότι υποφέρει, πάντα με κατάπληξη, επειδή μας φαίνεται απαράδεκτο η ευτυχία που αναβλύζει από μέσα του να μην προέρχεται από μια πηγή προσωπικής ευτυχίας.
ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, της εκτίμησης και του θαυμασμού μεταμορφώνονται ουσιαστικά: γίνονται πιο τρυφερά, δηλαδή το χάσμα που μας χωρίζει μοιάζει να γεφυρώνεται, και μια προσέγγιση ίσου προς ίσον φαίνεται να πραγματοποιείται.
ΤΩΡΑ, ΜΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΔΩΣΟΥΜΕ ένα αντάλλαγμα, ενώ προηγουμένως τον φανταζόμαστε ανώτερο από την ευγνωμοσύνη μας. Αυτή η ικανότητα να δίνουμε σε αντάλλαγμα μας εξυψώνει και μας προκαλεί μεγάλη χαρά. Προσπαθούμε να μαντέψουμε τι μπορεί να καταπραΰνει τον πόνο του φίλου μας και του το προσφέρουμε. Αν θέλει λόγια, βλέμματα, προσοχή, υπηρεσίες, τονωτικά, δώρα, του τα δίνουμε.
ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΟΛΑ: ΑΝ ΘΕΛΕΙ να υποφέρουμε με το θέαμα του πόνου του, προσφερόμαστε να υποφέρουμε μαζί του, γιατί όλα αυτά μας παρέχουν την απόλαυση της ενεργητικής ευγνωμοσύνης: αυτό ισοδυναμεί με τη λέξη, στην καλή εκδίκηση.
ΑΝ ΔΕΝ ΔΕΧΤΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΕΧΕΤΑΙ ΤΙΠΟΤΑ από μας, τότε απομακρυνόμαστε ψυχροί και θλιμμένοι, σχεδόν πληγωμένοι: είναι σαν να απορρίπτουν την ευγνωμοσύνη μας – και σ’ αυτό το θέμα τιμής, ακόμη και ο καλύτερος άνθρωπος είναι εύθικτος.
ΑΠ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΙΝΟΥΜΕ ΟΤΙ, στην πιο ευνοϊκή περίπτωση, υπάρχει κάτι ταπεινωτικό στην οδύνη, ενώ στη συμπόνια υπάρχει κάτι που εξυψώνει και δίνει υπεροχή, κι αυτό είναι που χωρίζει για πάντα αυτά τα δύο αισθήματα.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Φ. Νίτσε «Αυγή, Σκέψεις για τις ηθικές προλήψεις», εκδόσεις Πατάκη.