Ο πόνος έγινε κραυγή.
Μα πού να βρει τη δύναμη η ψυχή για να φωνάξει;
Πώς ν’ ακουστεί ανάμεσα στις γυρισμένες πλάτες;
Ο πόνος έγινε κραυγή.
Μα η θλίψη έμεινε βουβή στις φλυαρίες που ακολούθησαν…
Πώς ν’ ακουστεί ανάμεσα σε αμέτοχους κι αδιάφορους θεατές;
Ο πόνος έγινε κραυγή.
Μα τον σκέπασαν οι σειρήνες με τα ψέματά τους.
Πώς ν’ ακουστεί ανάμεσα σε παγωμένες ψυχές;
Μα μια ψυχή αυτός ο πόνος τη ματώνει.
Ο άδικος χαμός σου σαν μαχαίρι την καρφώνει.
Και πώς ν’ αντέξει;
Πώς να της πεις πως δε θ’αντικρύσει ξανά το πρόσωπό σου;
Πώς να της πεις πως δε θ’αντικρύσει πια το χαμόγελό σου;
Πώς να της πεις πως έγινε κομμάτια τ’ όνειρό σου;
Πώς να της ζεστάνεις την άδεια αγκαλιά;
Εκεί που σε ανάστησε με χάδια και φιλιά;
Είναι τα χέρια της πια αδειανά…
Ματώνει γιατί της ξερίζωσαν τα σπλάχνα.
Ο πόνος μέσα της ασφυκτιά.
Μα πού να βγάλει άχνα;
‘Να προσέχεις, να φυλάγεσαι, να μην κρυώσεις…’
Να μην κρυώσεις;
Τι σημασία έχει πια…
Φτερά αγγέλου ντύθηκες.
Και πέταξες ψηλά.
Κι όλα όσα σε πλήγωσαν τα πέταξες μακριά.
Στα χείλη της ένα γλυκό νανούρισμα ανεβαίνει.
Η ανάμνησή σου είναι το μόνο που της μένει.
Και στο σιγοτραγουδά…
Οι σκόρπιοι στίχοι μου είναι πολύ μικροί μπροστά στο μεγαλείο σου…
Καλό σου ταξίδι Βαγγέλη κι ας σε συντροφεύει μια αγαπημένη μελωδία…
‘…κοίτα εσύ τα όνειρα που όλο πέταγες ψηλά…’