Ο Σβέικ ρουφούσε το κοκκινέλι σα νερόφιδο. Η οδοντογλυφίδα χόρεψε
και μετά αποκαμωμένος γύρισε στο τραπέζι. Το γλέντι φούντωσε και
μαζί του φούντωσε κι ο πόθος για το όμορφο φύλο. Τα χαϊδολογήματα
με τα κορίτσια έδιναν κι έπαιρναν.
— Μάνα μου!
— Καρδιά μου!
Μέτα ήρθε στη συντροφιά ένας στρατιώτης, μουτράκι πρώτης τάξης.
Καλό ανθρωπάκι δηλαδή.
— Ειστε να μην πάτε στο μέτωπο;
— Ρωτιούνταιτέτοια πράγματα, συνάδελφε! έκανε ο Σβέικ.
— Τότε πρέπει να κάνετε την ένεση.
— Ποια ένεση;
— Με το πετρέλαιο. Κρεβάτωμα δυο ώς έξι μήνες και την απαλλαγή
στην τσέπη σου.
Ο χοντρός έπινε συνέχεια. Ο Σβέικ τον κοίταξε και σκέφτηκε. «Σίγουρα
είναι πρδέδρος στο κόμμα των βαρελοφρόνων».
Αργότερα ο Σβέικ — αν και ήταν κρατούμενος — τους οδήγησε στο σπίτι
του παπά.
— Χμ…! έκανε ο χοντρός. Σα να μυρίζει μου φαίνεται κρασί.
— Σκασμός! έκανε ο Σβέικ αν κι ο ίδιος είχε ακούσει τα τσουγκρίσματα
των ποτηριών στο διαμέρισμα του παπά.
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα κι ο παπάς με τα εσώρουχα και τύφλα
μεθυσμένος βγήκε για να δηλώσει στην πράξη το ρητό της Γραφής
«οίνος ευφραίνει καρόίαν ανθρώπου».
— Ο Σβέικ … Πανάθεμά σε γιατί άργησες; Και μέθυσες βρε
κοπρόσκυλο.
— Λαμβάνω την τιμή να παρατηρήσω πως κι εσείς είστε ελαφρώς
μεθυσμένος… Κοινώς τα κοπανήσατε.
— Βλάσφημε… Εγώ κοινώνησα μωρέ. Κι επειδή είμαι παπάς έχω
δικαίωμα να παίρνω όση κοινωνία θέλω.
Και σε άλλο τόνο:
— Μόνο δε θέλω ν’ ακούσω να μου πεις ότι βρωμάνε τα πόδια σου.
— Οχι.
— Πίνεις κονιάκ;
— Μόνο ρακί.
— Ωραία! Αυτόν που είχα πιο μπροστά έπινε μόνο νερό και μούγκριζε
μόνο σα βόδι. Ε… δε μ’ αρέσουν τα μουγκρίσματα. Μ’ αρέσουν οι
υπηρέτες που έχουν αρχές.
Οι άλλοι δε μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους.
— Τύφλα είστε μωρέ; Και μάλιστα σε ώρα υπηρεσίας; Αυτό δε μπορώ
να το καταπιώ. Θα φωνάξω τη στρατονομία. Εσύ Σβέικ να τους
προσέχεις.
«Άκου ρε φίλε μου…» σκέφτηκε ο Σβέικ. «Το πρωί κρατούμενος και το
βράδυ δεσμοφύλακας. Τί σου επιφυλάσσει τέλος πάντων η τύχη».
— Άι στ ανάθεμα! ακούστηκε ύστερα από λίγο ο παπάς. Στη
στρατονομία δε σηκώνει κανείς τ’ ακουστικό. Ξεκουμπιστείτε από εδώ
και να μη σας ξαναδώ στα μάτια μου.
ΓΙΑΡΟΣΛΑΒ ΧΑΣΕΚ
Ο ΚΑΛΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΣΒΕΙΚ
Μετάφραση
ΚΩΣΤΑΣ ΔΟΥΦΑΙΑΣ