Το πρόσφατο βιβλίο του Κου Μπαμπινιώτη αντικατοπτρίζει υπέροχα την σχιζοφρενή αντιμετώπιση των Νεοελλήνων στο θέμα της γλώσσας. Διαβάστε για παράδειγμα το παρακάτω απόσπασμα με τον τίτλο «Γλωσσικές πλάνες»:
“ Όσο κι αν οί δάσκαλοι της γλώσσας επιμένουν νά διδάσκουν ότι είναι κοινό στη γλώσσα, την Κοινή Νέα Ελληνική, έν τούτοις ή πραγματικότητα είναι ότι στη γλώσσα υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στο επίπεδο τής χρήσεως, δηλαδή στήν επικοινωνία, ή οποία άπτεται κοινωνικών διαφορών (ιδεολογικών, πολιτικών, μορφωτικών, οικονομικών κ.ά.). Αυτές τις διαφορές εξετάζει ή κοινωνιογλωσσολογία.
Αύτο που παρατηρείται στήν πράξη στον κλάδο αύτον, και κυρίως στίς ερμηνείες που δίδουν οί κοινωνιογλωσσο-λόγοι γιά διάφορα θέματα, είναι ότι υπάρχουν πολλά σημεία διαφωνίας μεταξύ τους ώς προς ορισμένες ερμηνείες, ιδίως γιά ερμηνείες μέ έντονο ιδεολογικό χαρακτήρα. “Ετσι, λόγου χάριν, Οσοι θεωρούν ότι Αρχαία καί Νέα Ελληνική είναι δύο διαφορετικές «γλώσσες» στήν πραγματικότητα ξεκινούν άπό μία ιδεολογικοπολιτική θέση και πρόθεση νά δώσουν έμφαση στη Νέα Ελληνική εις βάρος της Αρχαίας. Έτσι, παραβλέπουν συνειδητά τη σχέση συνέχειας της Νέας Ελληνικής μέ τήν Αρχαία και τή σχέση αμοιβαιότητας και συμπληρωματικότητας τών δύο γλωσσικών μορφών, επιμένοντας νά βλέπουν περισσότερο μία σχέση σύγκρουσης. Το αποτέλεσμα είναι ή διμορφία πού σφράγισε ιστορικά τήν πορεία της ελληνικής γλώσσας νά χαρακτηρίζεται ώς διγλωσσία. Κι όμως, οί Έλληνες δέν μίλησαν ποτέ δύο διαφορετικές γλώσσες, όπως οί Βέλγοι ή οί Ελβετοί, αλλά δύο διαφορετικές μορφές της ίδιας γλώσσας, έξ ου και διμορφία (diglosssia) είναι το ελληνικό γλωσσικό φαινόμενο και όχι διγλωσσία (bilingualism), όπως εσφαλμένα χαρακτηρίστηκε.
Το ίδιο ισχύει και γιά τή διάκριση ανάμεσα σέ πλούσιες και φτωχές γλώσσες. Καθ* εαυτή μία τέτοια διάκριση δέν είναι αποδεκτή άπο τους γλωσσολόγους. Ωστόσο, ότι ή Ελληνική, ή Αγγλική, ή Γαλλική ή ή Γερμανική, ή Ρωσική και άλλες γλώσσες (Ινδική, Κινεζική) είναι συγκριτικά ((πλούσιες», δηλαδή καλλιεργημένες πολιτισμικα γλώσσες, αποτελεί μία πολιτισμική πραγματικότητα πού δέν πρέπει και δέν μπορεί νά αμφισβητείται. Έδώ οί διαφορές πάνε να καλυφθούν άπύ μερικούς κοινωνιογλωσσολόγους έν ονόματι μίας ((γλωσσικής δημοκρατίας» πού δέν στηρίζεται πουθενά, ένώ άπο τήν άλλη μεριά μερικοί ύπερπατριώτες τής γλώσσας σπεύδουν νά μιλήσουν γιά ανώτερες και κατώτερες γλώσσες, περνώντας έτσι χωρίς νά το καταλαβαίνουν σέ έναν ανερμάτιστο γλωσσικό ρατσισμό. Εκείνο που μπορεί κάνεις μέ απόλυτη ασφάλεια νά υποστηρίξει -κι αυτό είναι που πρεσβεύουν οί γλωσσολόγοι- είναι ότι όλες οί ανθρώπινες γλώσσες έχουν δυνάμει τήν ικανότητα νά δηλώνουν τα πάντα, άφου αποτελούν κώδικες, που μέ ένα πεπερασμένο άριθμό στοιχείων και μέ ορισμένους κανόνες έχουν τήν ιδιότητα νά παράγουν απειρία προτάσεων. Αύτό όμως είναι διαφορετικό άπό έναν ήδη καλλιεργημένο κώδικα πού διαθέτουν οί λεγόμενες ((πολιτισμικές γλώσσες».
Τελικά, όταν οί εκτιμήσεις και οί χαρακτηρισμοί βρίσκονται εκτός επιστήμης, όταν διατυπώνονται πρόχειρα και προκατειλημμένα καί όταν επηρεάζονται από ιδεολογήματα και ακραίες θέσεις, καταλήγουν σέ γλωσσικες πλάνες, πού συχνά ταλαιπωρούν και διχάζουν γιά πολλά χρόνια έναν ολόκληρο λαό.”
Δείχνει μετριοπαθές και ζυγισμένο κείμενο αλλά καταφέρνει να μη πει τίποτα με έναν τρόπο που θα ζήλευαν οι πολιτικοί μας. Διαβάστε για παράδειγμα σε αυτό το εθνικιστικο-θρησκευτικό-συνωμοσιολογομανές blog ένα άλλο απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο που κάνει τούμπες για να αποδείξει τελικά την ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας. Ή απολαύστε εδώ έναν ύμνο (χωρίς όμως ουσιαστικό περιεχόμενο!) στην γλώσσα των θρησκευτικών ύμνων:
“Αληθινη ποιηση, γραμμένη σε απλούστερη λόγια γλωσσάς ή εκκλησιαστική ύμνογραφία υπηρετεί τήν επικοινωνία με τον Θεό, συγκινεί και συναρπάζει. Μολονότι θά περίμενε κανείς πώς μία ποίηση γραμμένη στή λόγια γλωσσική παράδοση (ενίοτε και μέ αρχαϊστικά στοιχεία) θα άφηνε αδιάφορους τούς πιστούς, εν τούτοις συμβαίνει το αντίθετο. Οί ύμνοι της Εκκλησίας ψάλλονται μέ κατάνυξη από το έκκλησιαζόμενο πλήρωμα της Εκκλησίας, ασχέτως μορφώσεως, ηλικίας, τύπου και χρόνου.
Είναι μία διαχρονική ελληνική ποίηση πού συγκινεί, γιατί είναι γραμμένη σέ λόγια άλλα απλούστερα Ελληνικά, πού πλησιάζουν τή γλωσσά του Ευαγγελίου και κυρίως γιατί έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ποίησης: ρυθμό, μεταφορά, εικόνα, διάλογο, αξιοποίηση δλων τών μερών του λόγου, ίδίως δε στοιχείων όπως το επίθετο, το επίρρημα, ή μετοχή, Τά τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος ή και της Θείας Λειτουργίας, άφ’ ενός μεν, υπηρετούν λειτουργικούς-λατρευτικούς σκοπούς, άφ’ έτερου δε, αποτελούν ((τραγούδια», τρόπους ποιητικής και μελωδικής συνάμα έκφρασης και συμμετοχής τών πιστών στα εκκλησιαστικά δρώμενα.
Ό υμνογράφος της Εκκλησίας έχει διττό στόχο: νά υπηρετήσει τά εκκλησιαστικά δρώμενα καί συγχρόνως νά λειτουργήσει ώς κοινή έκφραση του λαού, ώς γλωσσική και βιωματική μαζι συμμετοχή τών πιστών στα δρώμενα. Ό υμνογράφος πρέπει νά συγκινήσει ώς ποιητής, άλλα και νά αποτελέσει τή φωνή τών πιστών πού πρέπει νά εκφράζονται μέσα άπο τή δική του ποίηση, άπο τά δικά του λόγια, μέ τή δική του φωνή.
Στα τροπάρια πού περιγράφουν και σχολιάζουν μέ λόγο και μέ μέλος το Θειο Δράμα, ο πιστός συμμετέχει βιωματικά άλλοτε στο μοιρολόι της μάννας-Παναγίας γιά τον άδικα Εσταυρωμένο της γιο, άλλοτε στά γεμάτα πικρία λόγια του Χρίστου γιά τή συμπεριφορά τών ανθρώπων απέναντι του, άλλοτε στήν αγανάκτηση του υμνογράφου γιά τήν αχαριστία του κόσμου, άλλοτε στή μεγαλοσύνη και τήν έμπρακτη αγάπη του Ίησου γιά τούς διώκτες του και σε ποικίλα άλλα συναισθήματα πού γεννώνται άπο τήν ποίηση του υμνογράφου. Γενικότερα, συγκινείται καΐ συμμετέχει έντονα και βιωματικά ο αποδέκτης αύτης της ποίησης, δ πιστός, όπως συμβαίνει μέ κάθε μορφή μεγάλης ποίησης. Εδώ είναι πού ή ύμνογραφία υπερβαίνει τον απλό τελετουργικό της χαρακτήρα, υπερβαίνει τη λειτουργική τεχνική, γιά νά περάσει στον χώρο της τέχνης, της τέχνης του λόγου, στήν τέχνη της ποίησης.”