(Αυτό το παραμύθι με ξένισε λίγο στην αρχή λόγω αναφορών σε πράγματα που ίσως δεν καταλάβαιναν τα παιδιά, αλλά στο τέλος γελάσαμε όλοι με την καρδιά μας!)
ΜΙΑ ΦΟΡΑ κ’ έναν καιρό ένας πετεινός σκάλιζε σέ μιά κοπριά κι εκεί πού σκάλιζε, ηύρε μιά φυλλάδα και έγραφε μέσα στή φυλλάδα : « Πετεινός ήγούμενος νά πάη στό χατζηλίκι ». Το πίστεψε λοιπόν κι ό Ιδιος και πηρε τό δρόμο νά πάη στόν “Αγιον Τάφο, νά γίνει χατζής.
Στό δρόμο πού πήγαινε, τον βρίσκει ή όρνιθα και του λέει :
— “Ωρα καλή, κύρ πετεινέ ! Που πηγαίνεις ; Κι ό πετεινός άποκρίθηκε :
— Πάω στόν “Αγιον Τάφο !
— Δέ με παίρνεις και μένα μαζί σου ; ρώτησεν ή όρνιθα, κι ό πετεινός εϊπε νά διαβάση τή φυλλάδα νά ίδή, σάν γράφη ή φυλλάδα νά την πάρη, θά την πάρη.
Τότε διαβάζει τή φυλλάδα και λέει :
— “Ελα και σΰ, κυρά γουμένισσα, μαζί στόν “Αγιον Τάφο, είπε τότε ό πετεινός.
Πάει μαζί κ’ ή όρνιθα.
— “Ωρα καλή σας ! Που πηγαίνει τάντρόγυνο τό πολυαγαπημένο ;
— Πηγαίνουμε στον “Αγιον Τάφο, αποκρίνεται ό πετεινός.
— Δέ μέ παίρνετε και μένα μαζί σας ; ρώτησεν ή πάπια.
— Νά διαβάσω τή φυλλάδα και σάν τό γράφη, σε παίρνουμε’ γιατί δέ σέ παίρνουμε ;
Διαβάζει λοιπόν τό βιβλίο ό πετεινός και τό βιβλίο έγραφε :
Πετεινός ηγούμενος, όρνιθα γουμένισσα, πάπια σταυροφόρο.
Άφου διάβασε τή φυλλάδα ό πετεινός κ’ ηύρε και τήν πάπια γραμμένη μέσα σ’ αυτήν, της λέει :
— “Ελα και σύ, γιατί τό λέει ή φυλλάδα.
01 προσκυνητάδες γινήκανε τρεις και πήρανε τό δρόμο και πηγαίνουν.
Στο δρόμο πού πηγαίνανε, βρίσκουν τή χήνα και τούς λέει :
— “Ωρα καλή σας ! που πηγαίνετε ;
— Πάμε στόν “Αγιον Τάφο νά προσκυνήσουμε, νά βαφτιστούμε και στόν ‘Ιορδάνη ποταμό, άποκρίΟηκεν ό ήγού- μενος ό πετεινός.
— Νά ρθω κ’ έγώ μαζί σας ; ρωτα ή χήνα, κι ό πετεινός είπε :
— Νά διαβάσω τη φυλλάδα, νά ιδώ τι λέει.
Διαβάζει λοιπόν ό κυρ πετεινός τή φυλλάδα κ’ ή φυλλάδα
έγραφε :
Πετεινός ήγουμενος, δρνιθα γουμένισσα, πάπια σταυροφόρο, χήνα μεγαλόσχημη.
— Σέ γράφει και σένα τό βιβλίο, μόν’ έλα, εΖπεν ό πετεινός στή χήνα.
Οί προσκυνητάδες γινήκανε τέσσεροι και πηγαίνανε και
λέγανε της ψυχής τους λόγια και συναξάρια.
Στδ δρόμο τούς βλέπει άπδ ένα δέντρο μιά καρακάξα και τούς φωνάζει :
— “Ωρα καλή σας ! Που πηγαίνετε ;
— Πηγαίνουμε στόν “Αγιον Τάφο, εϊπεν ό ήγούμενος.
— Νά ρθω κ’ έγώ μαζί σας, μέ θέλετε ; ρώτησεν ή καρακάξα.
— Νά διαβάσω πρώτα τό βιβλίο κ’ ύστερα σου λέω, άπο- κρίνεται ό πετεινός. Διαβάζει τό βιβλίο και τό βιβλίο έγραφε :
Πετεινός ήγονμενος. δρνιθα γουμένισσα, πάπια σταυροφόρα, χήνα μεγαλόσχημη, καρακάξα μαυροφόρα.
— “Ελα μαζί μας* και σένα σε γράφει τό βιβλίο μου, ειπεν ό πετεινός.
Οί προσκυνητάδες γινήκανε πέντε και αρχίσανε πάλι τά συναξάρια και πηγαίνανε.
Στό δρόμο πού πηγαίνανε και γλυκά – γλυκά χωρατεύα- νε, τούς άντικρύζει ή άλεπού και τούς χαιρέτα και τούς λέει:
— “Ωρα καλή, τάδέρφια ! Που πάτε και τόσο γλυκά χωρατεύετε κ1 έχετε νά κάνετε ;
— Πάμε στόν “Αγιον Τάφο, κυρά Μάρω, άποκρίθηκεν ο πετεινός.
— Δέ μέ παίρνετε και μένα στή συντροφιά σας ; ρώτη- σεν ή άλεπού.
— Σάν τό γράφη τό βιβλίο. . . εΖπεν ό πετεινός, και ανοίγει τό βιβλίο κ’ έγραφε :
Πετεινός ήγου μένος, δρνιθα γουμένισσα, πάπια σταυροφόρα, χήνα μεγαλόσχημη, καρακάξα μαυροφόρα, αλεπού ττνεματικός.
— Και σένα σέ γράφει γιά νά μας ξεμολογας, εϊπεν ό πετεινός στήν άλεπού. (Αύτό πού δέν ήθελε και κείνη).
Οί προσκυνητάδες γινήκανε τώρα έξι και στό δρόμο άρχισεν ή άλεπού νά τούς διδάχνη.
Πηγαίνοντας άκόμα προς τά έκει, ηΰρανε και τόν τσου- τσουλιάνο και τούς φωνάζει άπό ένα κοντοκλάρι :
— “Ωρα καλή σας ! “Ωρα καλή σας !
— Πολλά τά έτη ! άποκρίνεται ή άλεπού.
— Που πάτε έτσι μαζωμένοι ; ξαναρώτησεν ό τσουτσου- λιάνος.
— Πάμε νά γίνουμε χατζήδες, ξαναφώναξεν ή άλεπού.
— Δέ με θέλετε μαζί σας ;. ρώτησε πάλι ό τσουτσου- λιάνος.
— Νά διαβάση ο ήγούμενος άπό δώ τή φυλλάδα του καί, σά σέ γράφη καί σένα μέσα, καί σένα σε παίρνουμε. (Τιγάρις θά σταθης στό λαιμό μου ; είπε με τό νου της ή άλεπού).
Διαβάζει λοιπόν ο ήγούμενος τή φυλλάδα για νά ίδη, γράφει και τόν τσουτσουλιάν* νά πάη νά γίνη χατζής ; και το βιβλίο έγραφε :
Πετεινός ήγονμένος, δρνιθα γουμένισσα, πάπια σταυροφόρο, χήνα μεγαλόσχημη, καρακάξα μαυροφόρα, αλεπού πνεματικός, τσουτσουλιάνος δόκιμος.
— Και σένα σέ γράφει, και σένα σέ γράφει, φωνάζει ή αλεπού” έλα, έλα !
Πάει κι 6 τσουτσουλιάνος μαζί κ’ έγιναν οι προσκυνητάδες έφτά.
“Ισια – ίσια φτάσανε και στά χώματα τ’ ‘Άγιου Τάφου κ’ ή άλεπού λέει στούς προσκυνητάδες :
— “Ε, άδέρφια και παιδιά μου ! Κοντοφτάσαμε στά άγια χώματα και πρέπει νά σας ξεμολογήσω, νά πατε καθαροί στόν “Αγιον Τάφο και οποίος άπό σας μου κρύψη καμιά βαρειά αμαρτία και δέ μου τήν ξεμολογηθη, θά τόν στείλω στόν “Αδη τόν άχόρταγο (στήν κοιλιά της δηλαδή). “Ελα σύ πρώτα, πετεινέ ήγούμενε, νά μου πης τά κρίματά σου.
“Ερχεται λοιπόν πρώτος ό ήγούμενος και τόν παίρνει ή άλεπού πίσω άπό ένα κλαρί και τόν ξεμολογα και ό πετεινός έλεγε τά κρίματά του. Είπε και πώς κάνει βτι βρίσκει κανένα σπόρο και φωνάζει τήν δρνιθα νά φάη και τήν γελα. . .
— Αύτά τίποτα δέν είναι ! Τό πιό βαρύτερο τό κρίμα τό κρύβεις ! είπεν ή άλεπού. Δέν είσαι σύ πού ξυπνάς δυό – τρεις ώρες νά ξημερώση και άρχίζεις νά φωνάζης κουκου- ρίκου, κουκουρίκου και ξυπνάς τόν κόσμο πριν τήν ώρα ;
Αύτά είπεν ό πνεματικός και άνοιξε τό στόμα του κ’ έστειλε τόν άμαρτωλό τόν πετεινό στόν “^δη τόν άχόρταγο με τά πούπουλά του μαζί. Γιατί οσο νά μαζευτουν οί προσκυνητάδες, πείνασεν ο πνεματικός.
“Υστερα φώναξε και τή γουμένισσα.
— “Ελα καί σύ, κυρά γουμένισσα, νά δούμε τί κρίματα έκανες ;
ΤΗρθε κ’ ή δρνιθα ki άφου του είπεν β,τι του είπε, του λέει στά ύστερνά πώς μερικές φορές τσακίζει τό προσφώλι καί τό τρώει.
— Αύτό τό προσφώλι δέν είναι τίποτα’ έχεις άλλο τίποτα νά μου πης ; ρώτησεν ό άγιος ξομολόγος.
— Δέν έχω, άποκρίθηκεν ή κυρά γουμένισσα.
Σά σέ γραφή καί σένα μέσα, καί σένα σέ παίρνουμε. |
— Δέν έχεις, έ ! είπε μέ θυμό ό πνεματικός. “Οταν φωνάζης κά – κά – κά, κά – κά – κά, χωρίς νά γεννήσης, καί τρέχει ή κυρά σου νά πάρη τ’ αύγό σου καί βρίσκει τήν κοτσιλιά σου, αύτό δέν τό χεις κρΐμα ;
Πάει κ’ ή κυρά γουμένισσα νά βρή τόν χατζηγηγού- μενο. Κι ό πνεματικός φώναξε τήν πάπια τή ρασοφόρα.
Παρουσιάστηκε κι αυτή μέ μεγάλη εύλάβεια στόν πνεματικό καί άρχισε νά λέη τά κρίματά της Ινα πρός ένα, σάν νά τά είχε γραμμένα. “Υστερα του λέει :
— Αύτά είναι τά κρίματά μου καί νά μου δώσης τή σχώρεση.
— *Ω τήν άφωρισμένη κ? εις τήν κλάρα δεμένη ! Σχώρεση γυρεύει ή άσχώρετη !, είπε μέ θυμό ό πνεματικός. Έμ, δταν γέννας τά παιδιά σου καί τ’ άφήνης μέσ’ στους πέντε δρόμους όρφανά κι βταν ξεσηκώνης τόν κόσμο νά φωνάζης βάκ – βάκ – βάκ, εκείνο μικρή άμαρτια τήν έχεις ; Νά πας καί συ στήν κόλαση νά κολάζεσαι αιώνια !
Τήν έστειλε καί τήν πάπια τή ρασοφόρα στόν “^.δη τόν άχόρταγο. Καί φώναξε ύστερα καί τή χήνα τή μεγαλόσχημη.
Παρουσιάζεται κι αυτή μέ τό μεγάλο της τό σχήμα καί άρχισε νά καυχιέται, πού δέν έχει άμαρτίες.
— Μπρέ ! σύ δέν έχεις άμαρτίες ; είπε μέ θυμό ό πνεματικός. Έμ, σύ δέν είσαι πού ξεσηκώνεις τόν κόσμο μέ τις φωνές ; σύ δέν είσαι πού θολώνεις τό νερό του Έβρου καί δέ μπορούν νά πιουν τάρνάκια ;
Βουβάθηκεν ή μεγαλόσχημη άπ’ τό φόβο της καί δέν ήξερε τί ν’ άπολογηθή. Καί ό πνεματικός τήν έστειλε στό σκοτεινό τόν “Αδη.
— “Ελα καί σύ, μαυροφόρα, νά πης τά κρίματά σου, νά ξεμολογηθης.
Τότε παρουσιάστηκε κ’ ή καρακάξα καί είπε τά κρίματά της κ’ ύστερα είπε πώς δέν έχει άλλα.
— Πώς ; δέν έχεις άλλα ; ρώτησε μέ θυμό ό πνεματικός. Σύ δέν είσαι πού άνεβαίνεις πάνω στό δέντρο καί φωνάζεις κρά – κρά – κρά καί θαρρούνε οί γυναίκες πώς τις έρχονται μουσαφιρέοι καί σηκώνονται καί παστρεύουνε καί τ\ς γελάς ;
Αύτά είπε ό πνεματικός καί καθώς άπλωσε νά πιάση τήν καρακάξα νά τή φάη, αύτή πέταξε καί πάει άπάνω σ’ ένα δέντρο καί γλύτωσε άπ* τόν “Αδη τόν άχόρταγο.
Καί ύστερα ό πνεματικός φώναξε καί τόν τσουτσουλιάνο τό δόκιμο.
— Έλα και σύ, δόκιμε, νά ξεμολογηθης.
Πάει κι ό τσουτσουλιάνος καΐ κάνει μιά μετάνοια και λέει στήν άλεπού :
— Νά σέ φιλήσω πρώτα στη γλώσσα κ’ ύστερα νά ξεμολογηθώ.
“Ανοιξεν ή άλεπού τή στομάτα της νά χάψη τόν τσου- τσουλιάνο άξομολόγητο κι ό τσουτσουλιάνος τήν κοτσιλα μιά κοτσιλιά μέσα στό στόμα και ύστερα πέταξε και πάει άπό κει πού ήρθε σάν δόκιμος καλόγερος.
Ή άλεπού, άφου έφτυσε τήν κοτσιλιά του τσουτσουλιά- νου, πάει νά βρη κι άλλους νά τούς ξεμολογήση.