Ένας θόρυβος ακούστηκε. Και έπειτα σιωπή. Κάποιοι έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει.
Όχι πολλοί…οι περισσότεροι ζουν στο δικό τους μικρόκοσμο αδιαφορώντας για το τι συμβαίνει γύρω τους.
Η πλατεία ήταν μεγάλη και άδεια. Κάποια δέντρα την οριοθετούσαν. Δυο τρία παγκάκια εδώ και εκεί για κάποια ερωτευμένα ζευγαράκια που ξέμεναν. Στη μέση μια κοπέλα στεκόταν ξυπόλητη ανάμεσα από σπασμένα γυαλιά. Οι άκρες τους γυάλιζαν στο φως του ήλιου και ήταν κοφτερές. Ένα λάθος βήμα και σου έσκιζαν το δέρμα. Εκείνη κοιτούσε με βλέμμα παγωμένο. Στο ύψος της καρδιάς της… αίμα έσταζε. Δεν έκανε καμία κίνηση να σκουπιστεί. Άφηνε το αίμα να κυλάει πάνω στο κορμί της και έπειτα να στάζει πάνω στα γυαλιά.
Κάθε σταγόνα δημιουργούσε χημική αντίδραση και έλιωνε σε όποιο γυαλί έπεφτε.
Αμέτοχη κοίταζε τα κομμάτια να λιώνουν και έπειτα να εξατμίζονται. Να αφανίζονται. Την εκλιπαρούσαν να τα ενώσει. Να μην τα αφήσει να χαθούν έτσι απλά. Και τότε εκείνη άρχισε να γελά. Και όσο περνούσε η ώρα τα γέλια άρχισαν να μετατρέπονται σε ουρλιαχτά. Κάλυπταν τις φωνές από τα σπασμένα κομμάτια που κείτονταν.
Κανείς δεν πλησίαζε. Όλοι την κοιτούσαν μουδιασμένοι. Ήταν λοιπόν μια τρελή που καθόταν και ούρλιαζε στη μέση μια πλατείας;
Εκείνη δεν έδινε σημασία. Γελούσε και ούρλιαζε. Έκλαιγε και χτυπιόταν. Σα να ήθελε να βγάλει από μέσα της όποιο απόθεμα από τη διαστρεβλωμένη πραγματικότητα είχε. Να μη μείνει τίποτα. Να φύγει καθαρή. Απελευθερωμένη. Ήθελε να αδειάσει. Να καθαρίσει από τη βρωμιά που είχαν αφήσει οι προσδοκίες στην καρδιά και το μυαλό της. Και τότε, κάπου ανάμεσα στα ουρλιαχτά και τις φωνές μια φράση:
“Προσδοκίες μου πλανεύτρες είστε οι πιο μεγάλες ψεύτρες”.
Το ουρλιαχτό τότε διαδέχτηκε το γέλιο. Το βλέμμα παρέμενε παγωμένο. Τα σκόρπια κομμάτια εκλιπαρούσαν.
Έπειτα πάγωσε. Σιωπή. Ο κόσμος είχε ήδη φύγει. Οι περισσότεροι κουνούσαν το κεφάλι τους μονολογώντας : “Άλλη μια τρελή..το καημένο το κορίτσι”. Τόσα ξέραν τόσα λέγαν.
Όσα κομμάτια δεν είχαν καεί παρέμεναν εκεί. Εκείνη γύρισε την πλάτη της και έφυγε. Έκλεισε τα αυτιά της στις ικεσίες τους. Ήθελαν να ενωθούν, πάλι. Δε θα ήταν όμως το ολόκληρο “ένα” ,εκείνο που η ίδια είχε φτιάξει.
Έφυγε και τα άφησε εκεί…παρατημένα μέχρι να ποδοπατηθούν από περαστικούς, όπως τους άξιζε.
Τον είχε ανεβάσει ψηλά. Είχε ανοίξει τα φτερά της φαντασίας της, που οι προσδοκίες της είχαν δώσει και τον είχε τοποθετήσει σε ένα θρόνο που δεν του άξιζε. Μόνο όταν έφτασε ψηλά σαν ένας ακομα Ίκαρος, έλιωσαν τα κέρινα φτερά της. Η πτώση ήταν ακαριάια. Λίγο πριν τσακιστεί, η αγκαλιά των φίλων της έγινε σωσίβια λέμβος. Όμως :
“Οι μύθοι υπάρχουν για να καταρρίπτονται”.
Ο εκθρονισμός έγινε λίγο μετά την πτώση της. Εθελοτυφλούσε καιρό τώρα. Τον δικαιολογούσε. Κρυβόταν πίσω απο το δακτυλάκι της.
Ωσπου μια μέρα κουράστηκε.
Πάγωσε το συναίσθημα.
Πισωπάτησε και κοίταξε τα πάντα σφαιρικά.
Η λογική επιτέλους ξεκόλησε.
Άρχισε να παίρνει μπρος.
Τον κοίταξε αραχτό στο θρόνο του. Είχε και αυτό το σαρδόνιο ύφος ότι “το είχε ρίξει το γκομενάκι”.
Τι αστείο. Το θέμα δεν είναι να κατακτήσεις μια γυναίκα αλλά να διατηρήσεις το ενδιαφέρον και πιο πολύ το θαυμασμό της. Εκεί σε θέλω μάγκα μου!
Χαμπάρι , λοιπόν, δεν είχε πάρει ότι η παθητική της στάση δε σήμαινε αποδοχή αλλά απόρριψη.
Χαμπάρι, ότι έψαχνε τρόπο διαφυγής αλλά δοκίμαζε τις αντοχές της μέχρι να τον απομυθοποιήσει τελείως.
Πάντα της άρεσε να κλείνει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν της ακομα και αν κάποιες φορές έπαιζε με τα όρια της.
Δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι η σιωπή της σήμαινε απογοήτευση. Για εκείνον. Για τη σχέση.
“Σε είχα ψηλά, καλή προσγείωση”…του είχε πει λίγο πριν την απομυθοποίηση.
Η εικόνα του, γέλασε ειρωνικά. Εκείνη χαμογελούσε τώρα που απελευθερωμένη προχωρούσε μπροστά.
Τα κομμάτια ζητούσαν πάλι να ενωθούν. Οι προσδοκίες δεν σε αφήνουν ήσυχο. Δεν τους αρέσει να χάνουν.
Εκείνη ούτε γύρισε να κοιτάξει πίσω. Μονάχα ψθύρισε :
“Οι μύθοι υπάρχουν για να καταρρίπτονται…Αντίο”.
Και συνέχισε το δρόμο της…..
But when my waiting is done
I’m gonna give it a whirl