Όλοι με τα νύχια έξω. Όλη μέρα στη δουλειά, στο σπίτι, στο γραφείο, στο σχολείο, τα νύχια έξω. Σαν αυτά, του γύπα.
Το βράδυ όνειρα-εφιάλτες. Όνειρα υπερ-παραγωγές Mπεν Xουρ. Μου είπες αυτό, σου είπα το άλλο, του είπα εκείνο, μετά έπεσε ένας μετεωρίτης, πεθάναμε όλοι. The end.
Και ξυπνάς με την αίσθηση ότι όλα είναι μάταια. Βαριέσαι, σέρνεσαι, στα πόδια σου βαρίδια που δεν σε αφήνουν να σηκωθείς. Να σηκωθείς, να βγεις έξω και μετά να σε πιάσουν όλα τα κόκκινα, να ξεμείνεις από τσιγάρα, να ξεμείνεις από λεφτά να μην μπορείς να μπεις Αττική Οδό, να πρέπει να πας από Μεσογείων και να είναι κλειστοί οι δρόμοι, να φτάνεις στο γραφείο τόσο κουρασμένος σαν να είχες δουλέψει ήδη το 12ωρο σου (είδες με πόση άνεση σου έκανα το 8ωρο 12ωρο, έτσι;)
Άει στα κομμάτια, λες. Να τελειώσουμε και αυτή την ημέρα μπας και την επόμενη κοιμηθώ χωρίς εφιάλτες.
Και μπαίνεις στο γραφείο, βλέπεις τα 1248 unread mail και αρχίζεις τον αγώνα. Αρχίζεις να παίζεις με τα φανατισμένα χρώματα της ομάδας σου έναν αγώνα σικέ. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, ο προπονητής θα σε σουτάρει.
Και η άλλη μέρα μια από τα ίδια θα είναι, σκέφτεσαι. Και αφήνεσαι.
Μιλάς απότομα στους συναδέλφους σου, στους αποπάνω κάτω σου, στον deliverά, στον securitά, στην ρεσεψιονίστ. Όλοι σου τη σπάνε γιατί η δική σου ζωή δεν ήταν αυτή που φανταζόσουν.
Γιατί θα ήθελες να ζεις πιο απλά, πιο ζεστά, πιο φιλικά με όλους και ήρεμος απ’ όλους.
Και αρχίζεις να αναπολείς.
Τον φούρναρη στη γειτονιά. Εκείνον τον παχουλό κύριο που όταν ήσουν παιδί σου χαμογελούσε σαν το ήλιο, λαμπρά. Κοίταζε στα μάτια σου την κάθε σου επιθυμία και έσπευδε να στην ικανοποιήσει γιατί για εκείνον τότε ήσουν και δικό του παιδί.
«Τι θες Γιώργη μου; Κουλουράκι; Τυρόπιτα; Τι αγόρι μου; Ό,τι θέλεις.»
Μετά θυμάσαι την κυρία στο σουπερ μάρκετ, αυτήν που σε έπαιρνε στα πόδια της και σε άφηνε να χτυπάς εσύ τις τιμές στην ταμειακή μηχανή. Σου άρεσε τόσο το παιχνίδι αυτό που μικρός στην ερώτηση «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις» εσύ απαντούσες «ταμειακός».
Και όλοι γελούσαν.
Στο βάθος της μνήμης σου έχεις διάσπαρτες καλημέρες. Από τον περιπτερά, από τον σουβλατζή, από τον κύριο με τα πετ σοπς κάτω από το σπίτι σου, από την κυρία Ιωάννα στη γκαρσονιέρα δίπλα σου, απ’ όλη τη γειτονιά. Και όχι μόνο τη δική σου.
Τη γειτονιά της γιαγιάς σου που πήγαινες κάθε ΣΚ, γιατί σου άρεσε να κοιμάσαι δίπλα της, τη γειτονιά του θείου σου που πήγαινες για να παίξεις στο πεζοδρόμιο με τα ξαδέρφια σου, τη γειτονιά των συμμαθητών σου, τις γειτονιές όλης της χώρας.
Γιατί τότε οι άνθρωποι χαμογελούσαν, γελούσαν με τη ψυχή τους, σε καλημέριζαν, όχι από συνήθεια, αλλά από ανάγκη. Ανάγκη να σου ευχηθούν να έχεις πραγματικά μια καλή ημέρα. Γιατί, αν δεν είχες, στεναχωριόντουσαν και εκείνοι.
Γιατί εκείνοι δεν ήταν διακοσμητικοί κομπάρσοι αυτής της γειτονιάς, ήταν οι άνθρωποι της γειτονιάς σου. Οι πρωταγωνιστές της καθημερινότητας σου.
Κάπως έτσι μεγάλωσες εσύ. Με τραγούδια διάχυτα στη γειτονιά, με μια μπάλα στα πόδια σου, με μυρωδιές από τους φούρνους των γυναικών τριγύρω, με εικόνες από αγκαλιές, φιλιά, με τη λερωμένη με ζυμάρι ποδιά της γιαγιάς Σοφίας, με τους βώλους στο πάτωμα της γιαγιάς Αρχοντούς, με ιστορίες του παππού Θεολόγου. Θυμάσαι που μέτραγες τα αστέρια με τον παππού σου και δακρύζεις. Δακρύζεις γιατί τώρα δεν βλέπεις καν τα αστέρια πια. Δεν μπορείς να τα διακρίνεις από τα φώτα των αυτοκινήτων, από τα φώτα μέσα από τα τζάμια των πολυκατοικιών. Τα δικά σου παιδιά θα μάθουν τα αστέρια από τα παραμύθια. Και αν είσαι λίγο τυχερός θα πάρεις άδεια, να πας σε ένα μέρος μακριά από την Αθήνα να τους δείξεις πως δεν έλεγες ψέματα όλον το χειμώνα, πως τα αστέρια υπάρχουν και δεν ζουν μόνο 7 ημέρες το καλοκαίρι. Ζουν για πάντα, απλά δεν τα βλέπουμε. Γιατί δεν μπορούμε να δούμε πια τόσο μακριά.
Τώρα πια βλέπεις μέχρι εκεί που φτάνει η όραση σου. Μέχρι τα ρούχα του διπλανού, τα παπούτσια του παραδιπλανού, το μειλ της συναδέλφου, τον Σουλεϊμάν στη τηλεόραση και μετά κοιμάσαι. Χωρίς να έχεις καταλάβει πως και πριν κοιμόσουν.
Με χλευάζεις; Μου λες πως κ εγώ τα ίδια κάνω, οπότε μη σου κάνω κήρυγμα;
Μα δεν ήταν η πρόθεσή μου αυτή. Στον εαυτό μου τα λέω. Και τα γράφω. Για να μην τα ξεχάσω αύριο που θα ξυπνήσω με την μούρη στον πρώτο, από τον τρίτο.
Μαθήματα αγάπης στον εαυτό μου. Γιατί όλα με την αγάπη λύνονται.
Να μάθεις να αγαπάς ό,τι σε τσιτώνει, ό,τι σε πληγώνει, ό,τι σε θυμώνει.
Να αγαπήσεις το κόκκινο φανάρι που σε έπιασε γιατί μπορεί να σταθεί αφορμή να γνωρίσεις τη γυναίκα της ζωής σου στο διπλανό αμάξι.
Να αγαπήσεις το τζιν σου που σκίστηκε γιατί είναι αφορμή να ξεθάψεις παλαιότερα που μπορεί να σου πάνε περισσότερο.
Να χαρείς που σου τελείωσαν τα τσιγάρα γιατί σου αυξάνονται τα λεπτά ζωής.
Να χαρείς που δεν είχες λεφτά για την Αττική οδό γιατί μόλις γλύτωσες 2,80.
Να σκεφτείς δεύτερη φορά πριν βρίσεις τους απεργούς. Να σκεφτείς τις αιτίες και αν σου φανούν λογικές να ξεσηκωθείς μαζί τους και να χαρείς που έκλεισαν τους δρόμους.
Να πεις εσύ πρώτος την καλημέρα σε όσους στραβομουτσουνιάζουν όταν σε βλέπουν γιατί το πρόσωπο τους εκείνες τις στιγμές θα σου μείνει αξέχαστο.
Την επομένη θα στην πουν εκείνοι.
Να ξαναθυμηθείς παλιές μυρωδιές της γιαγιάς σου μαγειρεύοντας εσύ για τα παιδιά σου.
Να πας μια, μακριά από τα φώτα, βόλτα στην πόλη και να αρχίσεις να μετράς τα αστέρια. Να φύγεις όταν σιγουρευτείς πως είναι ακόμα άπειρα.
Να ξεθάψεις παλιά παραμύθια των παππούδων και να τα πεις στα παιδιά σου. Η παιδική ψυχή είναι ακόμα αγνή, δεν θα βαρεθεί, ούτε θα ζητήσει τον μπομπ τον μάστορα.
Να ξαναβρεθείς με τα ξαδέρφια σου, να πας να παίξεις ξανά μπάλα μαζί τους. Όχι στον δρόμο πια, αλλά σε ένα μικρό γηπεδάκι που μπορεί να είναι ακόμα πιο ατμοσφαιρικό.
Να κάνεις την διαφορά. Μην περιμένεις τους άλλους.
Κάθε πρωί που θα σηκώνεσαι από το κρεβάτι θα αισθάνεσαι πιο ανάλαφρος αν καταφέρνεις την κάθε σου μέρα να θυμίζεις στον χαμένο σου εαυτό κάτι από την αγάπη της εποχής εκείνης.
Ήταν όλα διαφορετικά, μα ένα πράγμα μένει ίδιο. Η αγάπη. Αυτή κάνει την διαφορά.
Σοφία Ξανθοπούλου
Γεννήθηκε το 1975 (στην Αναγέννηση του 16ου αιώνα), στην Αθήνα (στη Γαλλία) και βγάζει το ψωμάκι της ως διαφημίστρια (ζωγράφος) σε μια πολυεθνική εταιρία (gallery). Έγινε μητέρα στα 36 της χρόνια (στα 26 της), ζει στην εξωτική Ηλιούπολη (Παρίσι) και περνάει τις ομορφότερες στιγμές της ζωής της (oh, indeed). Παίζει αργά τα βράδια (κάθε βράδυ 5 ώρες) World of Warcraft (πιάνο) και τρελαίνεται να ασχολείται με τα playmobil και τις πλαστελίνες των κοριτσιών της (playmobil και πλαστελίνες). Η Έλλη και η Κυριακή είναι το ομορφότερο δώρο που της χάρισε η ζωή αυτή (και όλες οι προηγούμενες και οι επόμενες)