Πολιτική κατευνασμού και καραντίνας απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα διακρίνουν πίσω από την πρόσκληση της Άνγκελα Μέρκελ διπλωματικοί κύκλοι, καθώς η Αθήνα ακολουθούσε στρατηγική κλιμάκωσης της έντασης. Αναγνωρίζοντας μάλιστα τις ενδείξεις όξυνσης των σχέσεων Αθήνας -Βερολίνου και Αθήνας – Βρυξελλών παρενέβη χθες και ο Λευκός Οίκος με τηλεφωνήματα της Κάρολιν Άτκινσον στον Γιάννη Δραγασάκη, καθώς και σε κορυφαίους πολιτικούς και πολιτειακούς παράγοντες τόσο στο διευθυντήριο της ΕΕ όσο και άλλες χώρες του κύκλου επιρροής της Ουάσινγκτον.
Υπ’ αυτό το πρίσμα η πρόσκληση της Άνγκελα Μέρκελ στον Αλέξη Τσίπρα στόχο έχει να αναδείξει τη γερμανική ευαισθησία και την πρωτοβουλία εκτόνωσης της έντασης, χρεώνοντας παράλληλα ενδεχόμενη αποτυχία στην ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά στον πρωθυπουργό. Συνεπώς η συνάντηση καθε άλλο παρά με θετικούς οιωνούς ξεκινά.
Το κρεσέντο παρεμβάσεων χθες που στοιχειοθετείται από τα τηλεφωνήματα Μέρκελ σε Τσίπρα και την πρόσκληση στο Βερολίνο καθώς και την επικοινωνία Άτκινσον-Δραγασάκη αλλά και τις παρεμβάσεις της Ουάσινγκτον σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι ενδεικτικό της προσπάθειας κατευνασμού μιας διαρκώς αυξανόμενης πολιτικής έντασης.
Οι δηλώσεις κορυφαίων αξιωματούχων, όπως του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, περί απώλειας εμπιστοσύνης, οι υπαινιγμοί του Γιάνη Βαρουφάκη για αθέτηση του λόγου του Γερμανού ομολόγου του, η παρέμβαση Σουλτς με στόχο τους ΑΝΕΛ και το μήνυμα Γιούνκερ «έχω αποτρέψει το ενδεχόμενο Grexit δύο φορές», ήταν το αποκορύφωμα του πολιτικού βραχυκυκλώματος.
Την πολιτική αυτή εγκαινίασε το Μέγαρο Μαξίμου επιλέγοντας να αναδείξει σε μείζον πολιτικό και οικονομικό θέμα τις γερμανικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, πολώνοντας την κόντρα με το Βερολίνο. Σε αυτή τη στρατηγική εντάσσεται και το άνοιγμα φακέλων από τα εξοπλιστικά, τη Siemens καθώς και την υπόθεση Rheimental.
Με αυτά τα χαρτιά να ανοίγουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από ελληνικής πλευράς το Βερολίνο ήταν αναμενόμενο να «ταμπουρωθεί», να ανεβάσει τους τόνους και να πυροδοτήσει νάρκες σε άλλα επίπεδα για αυτοπροστασία.
Ο Λευκός Οίκος διέκρινε ξεκάθαρα τις ενδεχόμενες συνέπειες ενός νέου γύρου κλιμάκωσης της πολιτικής έντασης και αφού πρώτα παρενέβη με δηλώσεις της η Κριστίν Λγκάρντ, ζητώντας από την Ελλάδα συμμόρφωση προς τα συμφωνηθέντα, ακολούθησε η «γεφυροποιός» Κάρολιν Άτκινσον.
Η επόμενη ημέρα όμως προδιαγράφεται επικίνδυνη, όσο επικίνδυνες ήταν και οι προσπάθειες ανάσχεσης του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν η πολεμική μηχανή της Ρωσίας είχε ήδη τεθεί σε κίνηση, ακολουθώντας την προσάρτηση της Βοσνίας από την Αυστρία, η Γερμανία ήταν αδύνατο να μην απαντήσει με κινητοποίηση, μόνο που τα σχέδια της ενέπλεκαν αναγκαστικά και τη Γαλλία. Όπως άλλωστε και οι ρωσικοί στρατιωτικοί σχεδιασμοί προέβλεπαν –ντε φάκτο- παράλληλη επίθεση σε Γερμανία και Αυστρία.
Οι διαβεβαιώσεις του Τσάρου προς τον Γερμανό αυτοκράτορα δεν ήταν αρκετές για να ανακόψουν τη σύγκρουση των δυο χωρών, καθώς τα πολεμικά σχέδια ενέπλεκαν αλλήλους.
Ετσι και στην τρέχουσα πολιτικο0οικονομική συγκυρία οι πιθανίτητες να φέρουν αποτελέσματα οι κατευναστικές πρωτοβουλίες είναι περιορισμένες, καθώς 0όπως έχει κατ επανάληψη επισημάνει ο Αλέξης Τσίπρας- το Μαξίμου βλέπει προσπάθεια αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης από θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες τόσο ενός της χώρας όσο και στην ΕΕ.
Σε ένα τέτοιο κλίμα και με το ζήτημα του νέου προγράμματος ανοιχτό, τις πολεμικές αποζημιώσεις και τα εξιπλιστικά στο τραπέζι και την ελληνική κυβέρνηση να απολαμβάνει της αποδοχής του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας , όλα δείχνουν ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι διατεθειμένος για έναν «έντιμο συμβιβασμό». Τουλάχιστον όχι στη βάση που τον επιθυμεί το Βερολίνο.
Συνεπώς η πολιτική του κατευνασμού θα οδηγήσει απλά στην επόμενη σύγκρουση στο Eurogroup του Μαΐου.
Η προσπάθεια της Αθήνας σε αυτή τη φάση έχει ως πρώτο στόχο την εξασφάλιση της έγκρισης της ΕΚΤ για έκδοση εντόκων γραμματίων ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος ατυχήματος και να αγοράσει πολιτικό χρόνο.
Απόφαση όμως που ο Μάριο Ντράγκι δεν θέλει να λάβει υπό την έννοια της σανίδας σωτηρίας αλλά μόνο στη βάση ενός ευρύτερου πολιτικού σχεδιασμού και ενός ακόμη βήματος από όλες τις πλευρές. Παράλληλα ο επικεφαλής της ΕΚΤ έχει ξεκαθαρίσει τη διαφωνία του στη στρατηγική των εντόκων, καθώς διογκώνεται και διαιωνίζεται το χρηματοδοτικό κενό.
Από την άλλη πλευρά Αλέξης Τσίπρας και Γιάνης Βαρουφάκης επιμένουν στην απόκτηση πολιτικού χρόνου μέσα στον οποίο θα βρεθούν οι απαραίτητες συναινέσεις και συμφωνίες ώστε να διαμορφωθεί ένα νέο πρόγραμμα-πλαίσιο.
Η θέση του Μαξίμου
Η συνάντηση φαίνεται να αποκλιμακώνει εν μέρει τις τεταμένες σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας, παρότι ακόμη και μετά την τηλεφωνική συνεννόηση των δύο ηγετών ο Β. Σόιμπλε επιτέθηκε και πάλι στην ελληνική κυβέρνηση.
Σε κάθε περίπτωση το πρωθυπουργικό επιτελείο τρέφει σοβαρές προσδοκίες για το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης, διευκρινίζοντας ότι δεν προεξοφλεί θεαματική στροφή του Βερολίνου. «Υπάρχει πια ανοιχτός δίαυλος και γίνεται συζήτηση σε ανώτατο επίπεδο» σημειώνουν, με εμφανή διάθεση να μην τροφοδοτήσουν υπέρμετρη αισιοδοξία, η οποία ενέχει τον κίνδυνο της απογοήτευσης.
Δεν περνά ωστόσο απαρατήρητο από τους συνεργάτες του κ. Τσίπρα ότι μόλις προ ημερών υπήρξε η «διαρροή» της πληροφορίας ότι η κυρία Μέρκελ μπορεί να καταφύγει ακόμη και σε «ανορθόδοξες μεθόδους» για λύση του ελληνικού προβλήματος. Και βέβαια έστω και με έμμεσο τρόπο διαχωρίζουν τη (θετική) στάση και το ρόλο που μπορεί να έχει η καγκελάριος από εκείνον (τον αρνητικό) που διαδραματίζει ο κ. Σόιμπλε απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση.
(του Χρήστου Φράγκου)