Ο Freud υποστήριζε πως η ανάπτυξη όλων των πτυχών της προσωπικότητάς μας εξαρτώνται αποκλειστικά από τις εμπειρίες μας κατά την παιδική ηλικία. Έλεγε πως οι σχέσεις που αναπτύσσουμε με τους γονείς μας – και ιδιαίτερα με τον γονιό του αντίθετου φύλου- είναι τόσο σημαντικές που ολόκληρη η σεξουαλική μας ανάπτυξή μπορεί να διαταραχτεί από προβλήματα σχετιζόμενα με την προσκόλλησή μας σε αυτούς και τα πρότυπα που μας δίνουν. Όσον αφορά την επιλογή του συντρόφου ο Freud πίστευε πως τείνουμε να αναζητούμε συντρόφους που μας θυμίζουν εξωτερικά, αλλά και σε συμπεριφορικό επίπεδο, τους γονείς μας, ώστε να ανακυκλώσουμε την “ερωτικού τύπου” -με την φροϋδική έννοια του όρου φυσικά – σύνδεση που αφήσαμε ανολοκλήρωτη κατά την παιδική μας ηλικία.
Σχεδόν 100 χρόνια μετά και ενώ το σύνολο των ιδεών του Freud έχει αμφισβητηθεί έντονα, μία έρευνα του πανεπιστημίου Pecs έρχεται να δικαιώσει τις φροϋδικές αντιλήψεις όσον αφορά την επιρροή των γονεϊκών προτύπων στην επιλογή συντρόφου.
Σε μια έρευνα που έγινε στο εν λόγω πανεπιστήμιο και στην οποία συμμετείχαν 52 οικογένειες (312 άτομα, ηλικίας μεταξύ 21 και 32 ετών), οι επιστήμονες βρήκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των εξωτερικών χαρακτηριστικών των γονιών και των συντρόφων που επιλέγουν τα παιδιά τους. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες τείνουν να επιλέγουν συντρόφους που μοιάζουν φυσιογνωμικά με τον πατέρα τους, ενώ οι άνδρες επιλέγουν συντρόφους που μοιάζουν εξωτερικά με τη μητέρα τους. Αυτή η στατιστικώς σημαντική συσχέτιση έχει μεταφραστεί από πολλούς ως υποστήριξη της ψυχοδυναμικής θεωρίας πάνω στο θέμα της επιλογής συντρόφων.
Φαίνεται δηλαδή πως ως παιδιά δημιουργούμε τα πρότυπα του ιδανικού συντρόφου, τα χαρακτηριστικά του οποίου ειναι τα ίδια με των γονιών μας, ίσως ως αποτέλεσμα της ασυνείδητης σκέψης πως εάν ένας σύντροφος μοιάζει με τους γονείς που μας μεγάλωσαν δίνοντάς μας ασφάλεια και αγάπη, αυτό σημαίνει πως είναι πιο πιθανό να γίνει και ο ίδιος καλός γονιός για τα παιδιά μας.
Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν γινόταν μια παρόμοια έρευνα η οποία θα διαχώριζε τα ζευγάρια που συμμετέχουν σε “πετυχημένα” και “λιγότερο επιτυχημένα”, ανάλογα με το πόσο καλή είναι η σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στο ζευγάρι (π.χ. αν υπάρχουν βαθιά συναισθήματα αγάπης και αλληλοκατανόησης ή αν πρόκειται για έναν δυστυχισμένο γάμο). Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαμε να εξετάσουμε αν τελικά η επιλογή συντρόφου που μοιάζει με τους γονείς μας φαίνεται πως είναι καλή ασυνείδητη στρατηγική ή όχι. Φυσικά δεν υποστηρίζω πως αυτό το κριτήριο επιλογής συντρόφου είναι το καλύτερο, αλλά πως εαν τελικά τείνουμε να ψάχνουμε άτομα που να μας θυμίζουν τους γονείς μας τότε ίσως λόγω εμπλοκής δευτερευόντων παραγόντων (π.χ. θετική προδιάθεση) είμαστε έτοιμοι να δώσουμε περισσότερα σε μια σχέση.
Μία δεύτερη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό διαβάζοντας αυτή την είδηση είναι πως ένα καλό ερώτημα είναι εαν και τα παιδιά αντικειμενικά κακών γονιών σχηματίζουν τα ίδια πρότυπα όπως οι συμμετέχοντες της έρευνας. Από τη μία κάποιος θα περίμενε πως αυτό αποκλείεται να συμβαίνει, καθώς έχοντας κακές εμπειρίες από τους γονείς μας θα θέλαμε να διαγράψουμε ότι μας τους θυμίζει και να αποφύγουμε την πιθανότητα να δημιουργήσουμε μια κακή οικογένεια με κάποιον που μοιάζει με τους γονείς μας (βάσει του ίδιου σκεπτικού περί της ασυνείδητης σκέψης πως η φυσιογνωμία μπορεί να είναι ένδειξη της προσωπικότητας κάποιου και της ικανότητάς του να δημιουργήσει καλή οικογένεια).
Από την άλλη πλευρά όμως θα περίμενα πως ακόμη και αυτά τα άτομα που έχουν κακές αναμνήσεις από την οικογένειά τους θα τείνουν να έχουν τα ίδια πρότυπα βασισμένα στους γονείς τους. Η ιδέα είναι πως ακόμη και αν οι σχέσεις μας μέσα στην οικογένεια ήταν κακές, αυτό που έχει σημασία είναι πως έχουμε μπει σε έναν συγκεκριμένο ρόλο σύμφωνα με τον οποίο έχουμε μάθει να συσχετιζόμαστε με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Είναι επόμενο πως εφόσον μάθαμε να λειτουργούμε και να επιβιώνουμε με αυτόν τον ρόλο, θα κυνηγήσουμε την επανάληψη τέτοιων σχέσεων, μιας και μόνο σε ένα τέτοιο σύστημα έχουμε μάθει να βγάζουμε πέρα.
Για να γίνει λίγο πιο ξεκάθαρη αυτή μου η σκέψη, αρκεί να θυμίσω πως τα παιδιά βίαιων γονιών τείνουν να είναι βίαια και τα ίδια προς τα παιδιά τους (ίσως σε διαφορετικό βαθμό φυσικά), ενώ κάποιος θα περίμενε το ίδιο. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι επιπτώσεις που είχε μια σχέση σε ένα άτομο, αλλά το αποτύπωμα που του άφησαν και το (κακό εν προκειμένω) μάθημα που του έδωσαν για το πως να συσχετίζεται με τους άλλους.
Φυσικά όλα αυτά παραμένουν απλά ερωτήματα που θα είχε ενδιαφέρον να απαντήσουμε. Ίσως η παρούσα έρευνα, και η σχετική δημοσιότητα της οποίας έχει γίνει αποδέκτης, να γίνει το έναυσμα για νέες έρευνες.