O Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke) , είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ου αιώνα της γερμανικής λογοτεχνίας. Προσωπικότητα πολυσχιδής, πολυταξιδεμένος και φύση ανήσυχη, αναζητούσε την ηρεμία και επέλεγε τη φυγή κάθε φορά που ήθελε να επιστρέψει στο γραφείο του και να γράψει.
Καταγόταν από γερμανική οικογένεια και γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1875 στην Πράγα.Ο πατέρας του, Γιόζεφ Ρίλκε (Josef Rilke) ήταν ανώτερος υπάλληλος στους σιδηροδρομικούς σταθμούς μετά από την αποτυχία του να κάνει καριέρα στο στρατό. Η μητέρα του Sophie (Phia) Entz καταγόταν απο ευκατάστατη οικογένεια βιομηχάνων στην Πράγα. Ο ίδιος ακολούθησε τη στρατιωτική καριέρα μετά απο πιέσεις των γονιών του για να τα παρατήσει και να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης και της Λογοτεχνίας (Πράγα, 1895), Φιλοσοφία ( Μόναχο, 1896), Ιστορία της Τέχνης (Βερολίνο, 1899)
Το όνομα του είναι René Karl Wilhelm Johann Josef Maria Rilke. Το Ρενέ το άλλαξε σε Ράινερ μετά απο προτροπή της ερωμένης και φίλης του Λου Αντρέας -Σαλομέ (Lou Andreas- Salome), διότι θεωρούσε ότι αυτό το όνομα άρμοζε καλύτερα σε ένα ποιητή. Η ιδια υπήρξε για το Ρίλκε μέντορας και μητέρα μαζί.
Το 1901 παντρεύεται τη νεαρή γλύπτρια Κλάρα Βέστχοφ (Clara Westhoff) από τη Βρέμη. Μαζί αποκτούν μια κόρη τη Ρουθ. Ωστόσο δε διστάζει να τις εγκαταλείψει επικαλούμενος την ενδόμυχη ανάγκη του να γίνει ποιητής. Βέβαια, με την Κλάρα έμειναν φίλοι και ο ίδιος κάλυπτε τα έξοδα τους μέχρι το τέλος της ζωής του. Αναγνώριζε το γεγονος ότι δεν υπήρξε ποτέ ούτε καλός σύζυγος ούτε καλός πατέρας.
Τα σπουδαιότερα έργα του είναι: “Το βιβλίο των εικόνων” (1900), “Το βιβλίο των Ωρών” (1905),”Νέα Ποιήματα” (1909), “Ορφικά Σονέτα” (1923), “Οι ελεγείες του Ντουίνο” (1923), “Γράμματα σε ένα νέο ποιητή” (1903-1908).
Στις 4 Δεκεμβρίου 1929, στα πεντηκοστά γενέθλια του, ο Ρίλκε ζήτησε να τυπωθούν κάρτες οι οποίες και επρόκειτο να σταλούν σε πάνω απο εκατό άτομα, με τα οποία διατηρούσε αλληλογραφία και περίμεναν με αγωνία έστω και μια του λέξη. Οι κάρτες στα γαλλικά και τα γερμανικά έγραφαν :
“Ο μεσιέ Ράινερ Μαρία Ρίλκε, σοβαρά άρρωστος, ζητά να τον συγχωρέσετε.
Δεν είναι σε θέση να επιληφθει της αλληλογραφίας του.
Δεκέμβριος 1926″
Πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου του 1926 μετά από φριχτούς πόνους απο Λευχαιμία στο Βαλμόν της Ελβετίας.
Ο Ούλριχ Μπέερ (Ulrich Baer), µελετητής της σύγχρονης γερµανικής, γαλλικής και αµερικανικής ποίησης, συγκέντρωσε, επιλέγοντας ανάμεσα σε χιλιάδες σελίδες αμετάφραστης εώς τώρα αλληλογραφίας, τα καλύτερα κείμενα και τις πιο εύστοχες φιλοσοφικές παρατηρήσεις και τα εξέδωσε το 2005 στο βιβλίο με τίτλο :«Η σοφία του Ρίλκε – Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή» που κυκλοφορεί στη χώρα μας απο τις εκδόσεις Πατάκη.
Ο Ρίλκε στα γράμματα του μιλάει για τον έρωτα, το θάνατο, τη μοναξιά,την παιδική ηλικία, τη δουλειά, την πίστη, την τέχνη και τη γλώσσα, για τη φιλία, τον γάμο και τη συνύπαρξη.
Εξαιρετικά απόσπασματα απο το εν λόγω βιβλίο παρατίθενται παρακάτω. Ο Ρίλκε μιλάει για τι άλλο; Για τον έρωτα φυσικά προς αγνώστους για εμάς παραλήπτες. Απολαύστε τον:
“Αγαπιέμαι θα πει τυλίγομαι στις φλόγες. Αγαπώ σημαίνει φέγγω καίγοντας λάδι ανεξάντλητο. Αγαπιέμαι σημαίνει παρέρχομαι, αγαπώ σημαίνει διαρκώ”.
“Είναι στη φύση κάθε αγάπης αμετάκλητη αργά ή γρήγορα να μην μπορεί πια να συναντήσει τον αγαπημένο παρά μονάχα στο άπειρο”
“Η εμπειρία με δίδαξε ό,τι δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από το να αγαπάς κάποιον. Μιλάμε για δουλειά, για μεροκάματο, αληθινό μεροκάματο κι ο θεός ξέρει ότι δεν υπάρχει άλλη λέξη να το περιγράψει.
Κανείς όμως δεν προετοιμάζει τους νέους ανθρώπους για μια τόσο δύσκολη αγάπη.
Διότι η σύμβαση προσπάθησε να μετατρέψει τη σχέση αυτή, την πιο πολύπλοκη. Την πιο ακραία απ’ όλες τις άλλες, σε κάτι εύκολο και επιπόλαιο, προσπάθησε να της δώσει την επίφαση πως είναι για όλους εφικτή. Αλλά δεν είναι έτσι. Η αγάπη είναι πράγμα δύσκολο. Πιο δύσκολο μάλιστα από άλλα πράγματα, γιατί ενώ σε άλλες συγκρούσεις η φύση παροτρύνει τον άνθρωπο να ανασυγκροτηθεί, να συγκεντρωθεί όσο μπορεί με όλη του τη δύναμη, όταν κλιμακώνεται ο έρωτας μπαίνουμε εύκολα στον πειρασμό να παραδώσουμε γη και ύδωρ.
Πώς όμως να προκύψει κάτι ωραία εξ αυτού, όταν αντί να παραδώσουμε ως ολοκληρωμένες και συγκροτημένες οντότητες, δινόμαστε τυχαία, αποσπασματικά, όπως να ‘ναι;
Μπορεί ένα τέτοιο δέσιμο, που μοιάζει πιο πολύ με ξερίζωμα, με πέταμα, να είναι κάτι καλό; Να είναι ευτυχία, χαρά, πρόοδος; Όχι, δεν το μπορεί…
Όταν χαρίζεις σε κάποιον λουλούδια δεν τα δένεις πρώτα σε ανθοδέσμη; Οι νέοι όμως που αγαπιούνται, απλώς τα πετάνε μέσα στην ανυπομονησία και τη βιάση του πάθους τους και δεν παρατηρούν καν ότι το άτσαλο αυτό δόσιμο πάσχει από έλλειψη αμοιβαίας εκτίμησης. Το αντιλαμβάνονται με έκπληξη και δυσφορία μόνο αντικρίζοντας την ένταση που δημιουργείται ανάμεσα τους από όλη ετούτη την αταξία. Άπαξ δε και φωλιάζει η διχογνωμία ανάμεσα τους, η σύγχυση μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Κανείς από τους δυο τους δεν περιβάλλεται από κάτι αρραγές, καθαρό και άφθαρτο. Και απαρηγόρητοι μέσα στο γκρέμισμα και τη διάσπαση προσπαθούν να διατηρήσουν την επίφαση της ευτυχίας τους. Δεν μπορούν να θυμηθούν καν τι εννοούσαν με τη λέξη ευτυχία. Μέσα στην ανασφάλεια τους γίνονται όλο και πιο άδικοι μεταξύ τους. Εκείνοι που ήθελαν να τέρψουν ο ένας τον άλλο αγγίζονται τώρα πια κτητικά και άτεγκα, προσπαθώντας να βγουν κάπως από την αφόρητη και αβάσταχτη κατάσταση της σύγχυσης στην οποία έχουν περιέλθει, κάνουν πιο μεγάλα σφάλματα που μπορεί να συμβεί σε μια ανθρώπινη σχέση : χάνουν την υπομονή τους. Πιέζονται να φτάσουν σε ένα τέλος, σε μια, όπως πιστεύουν , οριστική απόφαση, προσπαθούν να διαπιστώσουν την κατάσταση της σχέσης μεταξύ τους, η μεταβολή της οποίας τους προκάλεσε τόσο τρόμο, προκειμένου να παραμείνει από εδώ και πέρα «αιώνια» (όπως λένε).
Πρόκειται απλά για μια τελευταία πλάνη σε τούτη την αλυσίδα αλληλένδετων σφαλμάτων. Ούτε καν τα νεκρά πράγματα δεν μπορούμε να τα κρατήσουμε για πάντα (γιατί διαλύονται και μεταβάλλεται η ουσία τους), πώς περιμένουμε να αντιμετωπίσουμε οριστικά κάτι ζωντανό και παλλόμενο; Στο κάτω κάτω ζω σημαίνει μεταμορφώνομαι. Και οι ανθρώπινες σχέσεις, που είναι κομμάτι της ζωής, είναι ό,τι πιο ευμετάβλητο υπάρχει, ανατέλλουν και δύουν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.
Και εραστές είναι αυτοί που όταν συναντιούνται και όταν αγγίζονται καμία στιγμή δε μοιάζει η μια με την άλλη.
Άνθρωποι μεταξύ των οποίων ποτέ δε συμβαίνει κάτι συνηθισμένο, κάτι που έχει προϋπάρξει, παρά μόνο πρωτάκουστα, νέα, απροσδόκητα πράγματα.
Υπάρχουν τέτοιες σχέσεις που θα πρέπει να συνεπάγονται ευτυχία πολύ μεγάλη, σχεδόν αβάσταχτη, αλλά θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο μεταξύ πλουσίων ανθρώπων, και μεταξύ ανθρώπων που είναι ο καθένας για τον εαυτό του πλούσιος και συγκροτημένος και συγκεντρωμένος. Μόνο δύο κόσμοι απέραντοι, βαθιοί, προσωπικοί μπορούν να τους ενώσουν.
Οι νέοι –αυτό είναι πασιφανές- δεν μπορούν να αντιληφθούν μια τέτοια σχέση, μπορούν όμως εάν αντιληφθούν σωστά τη ζωή τους, να ωριμάσουν σιγά-σιγά για μια τέτοια ευτυχία και να προετοιμαστούν γι αυτήν.
Πρέπει, όταν αγαπούν, να μην ξεχνούν ότι είναι αρχάριοι , μαστροχαλαστές της ζωής, μαθητευόμενοι στον έρωτα.
Πρέπει να μάθουν τον έρωτα και αυτό χρειάζεται (όπως κάθε φορά που μαθαίνουμε κάτι) , ηρεμία, υπομονή και συγκέντρωση”.
” Όποιος αγάπησε μια φορά, όποιος για μια φορά τυλιχτηκε στις φλόγες, δεν κάνει να θεωρεί τον εαυτό του δυστυχή. Όποιος κατάφερε έστω μια φορά να εισέλθει στη μακαριότητα της αγάπης, βρίσκεται πια μέσα της και απο εδώ και πέρα κάθε στέρηση, κάθε πόθος δεν είναι πια γι αυτόν παρά το βάρος της πληρότητας του!”.
*αποσπάσματα από το βιβλίο “Η σοφία του Ρίλκε – Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή” (εκδόσεις Πατάκης).