Κάθε μέρα ακολουθώ το ίδιο τελετουργικό: ξυπνάω, χαμογελάω στο σκύλο μου, πλένομαι, ντύνομαι, βάζω την κρέμα για τα μάτια, την ημέρας, την αντηλιακή, σκέφτομαι αν πράγματι μου είναι απαραίτητες τόσες κρέμες, προσπερνάω τη σκέψη, προσθέτω και το μέικ απ, ξυπνάω τα παιδιά, φτιάχνω πρωινό, βγάζω το σκύλο, παίρνουμε τις τσάντες μας και φεύγουμε.
Ευτυχώς δεν αλλάζει τίποτα κάθε μέρα κι αυτό μου δίνει μια αίσθηση σιγουριάς.
Είμαι τόσο απορροφημένη από τη ζωή μου που δεν προλαβαίνω να παρακολουθήσω όλες τις λεπτομέρειες. Για παράδειγμα τα αυτοσχέδια τσιμεντένια κολωνάκια που βάζει ο γείτονας για να κρατάει τη θέση του πάρκινγκ ζεστή, σαν φωλίτσα. Εκεί κουρνιάζει το κόκκινο, παλιό αμάξι του κάθε βράδυ, ήσυχο, κοντά στο αφεντικό του, ασφαλές. Περίπου όπως ο σκύλος μου που κουλουριάζεται στην ροζ πολυθρόνα μας. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον.
Πάνε αρκετές μέρες που δεν βλέπω πια το αυτοκίνητό του γείτονα. Στην αρχή δεν το πρόσεξα, δεν έχω τόσο χρόνο. Τα τσιμεντένια κολωνάκια παραμένουν στη θέση τους, σαν φάροι στην αγριεμένη θάλασσα, μήπως τυχόν επιστρέψει το καράβι στο λιμάνι και συμβεί να πέσει σε θαλασσοταραχή.
Ο γείτονας αγαπούσε πολύ τα κολωνάκια του κι αυτό φαινόταν από τον τρόπο με τον οποίο τα είχε κατασκευάσει. Είχε καλουπώσει όμορφα τα ξύλα, στο τσιμέντο διαγράφονταν αλφαδιασμένα τα σημεία που ενώνονταν το ένα με το άλλο πριν βγουν για πάντα κι αφήσουν το τσιμέντο στιβαρό στη θέση του να κάνει τη δουλειά του. Και πόσο ωραία και ολόισια είχε τοποθετήσει δυο μεταλλικές ράβδους, μια σε κάθε κολωνάκι, για να μπορεί να μετακινεί τις σημαδούρες του με άνεση μπρος πίσω στα τέσσερα μέτρα δρόμου που του αναλογούσαν.
Έμαθα πως ο γείτονας μου πέθανε. Είναι απορίας άξιο που κανείς δεν βρέθηκε να μετακινήσει τα πιστά του κολωνάκια. Ακόμα βρίσκονται στη θέση τους, λες και περιμένουν το αφεντικό τους να πραγματοποιήσει το ιερό τελετουργικό εις τους αιώνες των αιώνων : να τις ανεβάσει στο πεζοδρόμιο, να παρκάρει το αυτοκίνητο στη θέση τους και την επόμενη μέρα το πρωί να επαναλάβει, με σιγουριά. Αμήν.
Δεν είχα τόσο χρόνο για να ερευνήσω τι ακριβώς συνέβη με το γείτονα και πέθανε έτσι αθόρυβα. Έμαθα όσα μου επέτρεψαν οι κυρίες στο ταμείο του συνοικιακού μας σούπερ μάρκετ.
«Δεν ήταν μεγάλος» είπαν.
«Και πόσο ήσυχος άνθρωπος!» είπε μια νεαρή καθώς περνούσε ένα βούτυρο στην ταμειακή μηχανή.
Θέλω να πω του έμεναν ακόμα κάποια χρόνια ως το προσδόκιμο. Ήταν συνταξιούχος και το παράξενο είναι που δεν είχε ούτε καν δικό του αυτοκίνητο. Οι τσιμεντένιοι του φάροι κρατούσαν τη θέση ρεζερβέ για να μην χάνει ο γιός του χρόνο για παρκάρισμα.
Ο γιός του περνούσε καθημερινά, μετά τη δουλειά, για μια ωρίτσα μόνο, να ελέγχει ότι ο πατέρας ήταν καλά κι έπειτα πήγαινε στις υποχρεώσεις του, στην οικογένειά του.
«Ο γιός του δουλεύει σε μια μεγάλη εταιρεία» είπαν οι κυρίες στο σούπερ μάρκετ .
Ο πατέρας, ευλαβικά, κρατούσε τη θέση πάρκινγκ, όπως κρατούν οι αρσενικοί πιγκουίνοι ζεστά στα πόδια τα παιδιά τους. Εκείνη την ίδια ώρα επιστρέφω κι εγώ και το κόκκινο αυτοκίνητο του γιού βρισκόταν καθημερινά στη θέση του. Έτσι νόμιζα πως είναι του πατέρα.
Βρήκαν το γείτονα νεκρό ανάμεσα στα τσιμεντένια κολωνάκια του. Ο γιός του είχε αργήσει μόνο λίγα λεπτά. Ο πατέρας δεν είχε τίποτε άλλο. Μόνο το γιό του και τις σημαδούρες του. Πιστές μέχρι το τέλος του.
Ο γιός δεν ήρθε να τις πάρει, ούτε καν να τις πετάξει. Έτσι είναι η ζωή, δεν τον κακολογώ. Οι άνθρωποι ξεχνάνε, προχωράνε, έχουν δουλειές, ελάχιστο χρόνο. Φτιάχνουν τα δικά τους τσιμεντένια κολωνάκια για να κρατηθούν, τα λιμάνια τους, τους φάρους, τις φωλιές τους. Και δύσκολα τα αποχωρίζονται.
Όπως κάθε μέρα, επανέλαβα και σήμερα το τελετουργικό μου. Ξυπνάω, σκύλος, κρέμες, πρωινό, τσάντες, φύγαμε. Τηλεφώνησα και στο Δήμο να πάρει τις τσιμεντένιες κολώνες.