Το κακό είναι ότι επιμένω να διαβάζω. Από τη συνταγή στα Ντεπόν μου, μέχρι τη συνταγή για τα πιο τραγανά τηγανιτά κολοκυθάκια.
Μέσα σε αυτές τις διαδρομές, πέφτουν ενίοτε στα χέρια μου και φρέσκα ρεπορτάζ από τα σοκάκια της Μυκόνου. Και βγάζω φλύκταινες.
Δεν έχω τίποτα με το νησί, αν και δεν υπήρξα ποτέ φαν, σε αντίθεση με τον έρωτά μου για τις λοιπές Κυκλάδες.
Επίσης, δεν έχω τίποτα με το lifestyle. Ο καθένας μας κοιμάται εκεί που έστρωσε.
Αν τα στρωσίδια του αποτελούνται με κόπο απ’ τα ξενύχτια του, ιδρώτα από τις δικές του μασχάλες, φουσκάλες από τα δικά του χέρια, βαθμούς από τη δικιά του μυωπία την ώρα που μούδιαζε ο κώλος του στο διάβασμα, με γεια του με χαρά του τα lifestyle και τα λούσα και τα παπούτσια και τα διαμάντια. Να ζήσει να τα χαίρεται.
Πρόβλημα έχω με όσους εκμεταλλεύονται τις δικές μου φουσκάλες, το δικό μου ιδρώτα, τις αγωνίες μου και την τρεχάλα, διεκδικώντας τις μετοχές της τσέπης μου.
Πρόβλημα έχω με τις υπερβολές.
Τις προκλητικές συμπεριφορές από τη μία, που σε σπρώχνουν δικαιωματικά στον Κομμουνισμό από αντίδραση και απ’ την άλλη, τις δίκαιες και ίσες μοιρασιές, σε έναν κόσμο που από τη φύση του είναι καρα-άνισος τόσο πολύ σε ευκαιρίες, όσο σε μυαλό και δημιουργικότητα, γεγονός που σε ξαναγυρίζει στο μετανιωμένο καπιταλισμό.
Την ώρα που αγόραζα στο σούπερ γάλατα, ζάχαρες, πουρέδες και ρύζια, να συνεισφέρω στα καλάθια της κατάντιας μας, στα περίπτερα μόστραραν τη Μύκονο με τα Ρουμάνικα κωλαράκια και τα μπουκάλια των κάμποσων χιλιάδων ευρώπουλων και τα λελουδικά θύελλα για τα άσματα του Ρέμου.
Ζαλισμένα χαμογελαστά κορίτσια με κατάμαυρα μέλη, χείλη μισάνοιχτα και μυαλό μεσάνυχτα, διασκέδαζαν τη μαστούρα τους εδώ και εκεί, νομίζοντας ότι η κρίση είναι ένα όνειρο, ένα παραμύθι για τη ζωή των άλλων.
Αγορίνες με ξεκούμπωτα πουκάμισα πόζαραν κάνοντας φιλάκια στην κάμερα και εγώ σκεφτόμουν πόσα γάλατα θα έπρεπε να αγοράσω έξτρα, να τους τα ρίξω ένα- ένα στη μούρη, μαζί με λίγο ρύζι και ζάχαρη να έρθει να γίνει το μούτρο ρυζόγαλο.
Κοντσίτες, Άννες Βρύσες, χρεοκοπημένοι και καταρρακωμένοι από πρόσφατο χωρισμό Κωστοπουλαίοι, Καλομοίρες και λοιπές κακομοίρες, όλα στον τρίφτη του σωστού στησίματος… του κώλου.
Δεν έχω πρόβλημα ή κόμπλεξ με την καλοπέραση. Απεναντίας.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνεις τη ζωή σου δύσκολη, αν αντικειμενικά δεν είναι. Δεν γίνεται να αρχίσεις να στερείσαι, αν δεν υπάρχει λόγος.
Απλά, κάποιες φορές αναλογίζομαι τελικά, ποια είναι αυτή η λεπτή διαχωριστική γραμμή, που χωρίζει την πολυτέλεια από την ύβρη. Την επιδειξιμανία από τη ισορροπία. Τις διακοπές στη Μύκονο «τους» και τις διακοπές στη Μύκονο τη δικιά μας.
Ή στη Σαντορίνη τη δικιά μας, την Κρήτη και την Πελοπόννησο.
Και πού είναι τελικά η ευτυχία ρε ρεμάλια; Στον τάκο το φραγκάτο να χώνεται στο πλακόστρωτο αγχωμένος ή στη σαγιονάρα να σέρνεται νωχελικά στα σοκάκια, μερόνυχτα ατελείωτα;
Σκέφτομαι ότι μόλις χειμωνιάσει όλοι οι posers της Μυκόνου θα ξαναδηλώσουν αγανακτισμένοι και προβληματισμένοι, όχι από συνείδηση, αλλά από trend. Και ανατριχιάζω.
Οι οποίοι, μετά τον καναπέ που θα ξεσπαθώσουν την επανάσταση στα κοινωνικά δίκτυα, θα συνεχίσουν με γεύμα ή ποτό σε κάνα Κολωνάκι, που από μικρή αγάπησα, με θράσος το δηλώνω.
Τι ζόρι να πασχίζεις να είσαι κάποιος που δεν είσαι και να ξεχνάς πως ό,τι είσαι, είναι και το μόνο προσόν που κουβαλάς μαζί σου, σε ό,τι κάνεις, ό,τι ζεις και αναπνέεις.
Τι κρίμα να ξέρεις, μα να κάνεις πως δεν ξέρεις, πως η ζωή στην επιφάνεια δεν σε κάνει επιφανή, παρά μόνο επιφανειακό.
ΥΓ. Εισιτήριο για την κόλαση της Άννας 100 ευρώπουλα… για το πρώτο τραπέζι πίστα δε, αυτό που επέλεξαν οι καημένοι οι χρεοκοπημένοι 450 ευρώ…
Το μόνο σχόλιο που έχω να κάνω το βρήκα στο διαδίκτυο κάτω από δημοσίευμα για το κοντσιτοπάρτι:
ΟΛΟΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΧΥΔΑΙΟΣ ΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΪΦ-ΣΤΑΪΛ ΕΧΕΙ ΤΙΣ ΙΔΙΕΣ (ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ…) ΕΥΘΥΝΕΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΠΛΕΚΟΜΕΝΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΡΑΚΥΛΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ ΤΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΠΑΡΑΚΜΗ ΠΟΥ ΒΙΩΝΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ!
ΟΛΗ ΤΟΥΣ Η ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ ΣΥΜΠΥΚΝΩΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ: “ΤΟ ΛΑΪΦ-ΣΤΑΪΛ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΙΚΟ: ΣΕ ΠΑΙΡΝΕΙ ΜΗΔΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΝΟΥΜΕΡΟ”
ΟΣΟ ΓΡΗΓΟΡΟΤΕΡΑ ΤΟ ΑΝΤΙΛΗΦΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ “ΠΕΤΑΞΟΥΜΕ” ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΤΟΣΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΑΚΑΜΨΟΥΜΕ!