(Διαβάζεται και μόνο του γιατί είναι φιλοσοφημένο, αλλά είναι το δεύτερο μέρος αυτής της ιστορίας)
Την αισθάνθηκε προσωπικά αυτήν την καταιγίδα. Σα να είχε φυλάξει τη μανία της ειδικά για την περίσταση. Έσβησαν τα φώτα κι ακαριαία έπεσε σκοτάδι παντού. Σχεδόν παντού. Τα δυο μεγάλα κεριά έτσι που τρεμόπαιζαν μπέρδευαν ακόμα περισσότερο τελικά τους πάντες ρίχνοντας σκιές που χόρευαν δαιμονισμένα στους τοίχους και το ταβάνι. Βούηξαν τα αυτιά όλων καθώς σταμάτησε απότομα η δυνατή μουσική. Οι στριγγλιές κάποιων κοριτσιών καλύφτηκαν από τη δίνη του αέρα που ανοιγόκλεινε τις πόρτες και τράνταζε συνθέμελα το κτίριο. Όλοι έχουμε ζήσει διακοπή ρεύματος. Αυτό δεν ήταν όμως ένα απλό μπλακάουτ. Ήταν ο γάμος που δεν έπρεπε να γίνει. Ο γάμος που χάθηκε στην ομίχλη πάνω από τη λίμνη καθώς περνούσε η κοπέλα με το οικογενειακό αυτοκίνητο για να ανεβεί το βουνό στο οποίο στέκομαι.
Έχω ένα κινητό τηλέφωνο γεμάτο νεκρούς. Δεν τολμώ να κοιτάξω στις φωτογραφίες μου. Δεν χρειάζεται. Τους θυμάμαι έναν-έναν καλύτερα. Αυτοί ζήτησαν τα πρόωρα ψηφιακά μνημόσυνα. Άρχισε με τον γείτονα που γύρισε από το μαιευτήριο η γυναίκα του την ημέρα που του είπαν για τον επιθετικό του καρκίνο. Μόλις κοιμήθηκε εξαντλημένη η λεχώνα, πήρε πολύ προσεκτικά αγκαλιά το μωρό και μου πόζαρε κάτω από τη λάμπα της κουζίνας. Η μόνη φωτογραφία σε όλο τον πλανήτη των δυο τους μαζί αφού την επόμενη μέρα άρχισε χημειοθεραπείες και ραδιοθεραπείες – δεν μπορούσε να την πλησιάσει βέβαια μετά- και σε τρεις μήνες πέθανε.
Κι όταν είπα κλαίγοντας την ιστορία στον οδηγό του λεωφορείου αφού είχαμε μείνει μόνοι αργά ένα βράδυ λίγο πριν το τέρμα της διαδρομής, αντί να με λυπηθεί, μου ζήτησε πολύ ήσυχα να πάω μαζί του μετά την βάρδια του στην άκρη της πόλης, στην θετή του μητέρα. Ακόμα χειρότερη εξέλιξη, αντί να πεθάνει η γριά, σκοτώθηκε ο οδηγός του λεωφορείου την επόμενη μέρα σε ένα τελείως απίθανο ατύχημα όταν μια στάση λεωφορείου υποχώρησε ολόκληρη μαζί με το έδαφος και μια λαμαρίνα πέφτοντας καρφώθηκε στο παράθυρό του. Το είδα στις ειδήσεις και δεν θα ξεχάσω τα περήφανα, όλο αγάπη, μάτια του καθώς στεκόταν δίπλα στη γυναίκα που τον μεγάλωσε για μια φωτογραφία που ήθελε για να την θυμάται. Αναρωτιέμαι αυτή τώρα πως θα νιώσει αν την τυπώσω και της την πάω κορνιζαρισμένη. Δεν τολμώ βέβαια. Αυτό το κινητό ίσως καλύτερα να το πετάξω στο χιόνι να χαθεί. Είναι γεμάτο νεκρούς κι εγώ γεμάτος ολοζώντανους εφιάλτες.
Στο γάμο της κοπέλας εκείνο το πρωί δεν είχα πάει βέβαια. Αλλά ήταν εκεί ένας από τους νεκρούς του κινητού μου. Αν δεν είχαν κλείσει τα φώτα με την καταιγίδα θα τον είχαν δει. Πίσω από το μεγάλο λευκό φορτηγό του catering είχε βάλει το πιστόλι στο στόμα κάνοντας μια ολοκόκκινη πινελιά αντάξια του προηγμένου design που θα περίμενε κανείς από την ακριβή εταιρεία για την οποία δούλευε. Τον είχα πετύχει σε μια βάφτιση, πιάσαμε κουβέντα γιατί βαριόμουν όλους τους άλλους και φαινόταν αυθεντικό τυπάκι. “Στο μπάνιο πριν λίγο κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και τρόμαξα”, μου είχε πει αποστασιοποιημένος τελείως. “Όλο έτσι την πατάω, πάντα είμαι πιο γέρος από ότι νόμιζα. Οι αυλακιές γύρω από τα μάτια μου πιο βαθιές και τρέχουν ως πέρα, σε άλλο φως θα έβλεπα τις δεκάδες γκρι ή και άσπρες τρίχες στα σημεία που δεν ξύρισα καλά.” Ξεκίνησα να εξηγήσω ότι όλοι έτσι νιώθουμε μερικές μέρες ή και διαρκώς αλλά δεν πρόλαβα γιατί συνέχισε: “Το πρωί ξύπνησα πολύ νωρίς. Είπα να κάνω ένα ζεστό μπάνιο να χαλαρώσω. Έβαλα το νερό να τρέξει. Πήγα στην κουζίνα να βάλω το μπρίκι για καφέ. Γύρισα να ελέγξω το νερό.”
Είμαι κανίβαλος ψυχών. Ζω για τις μικρές ιστορίες καθημερινότητας. Αλλά είχα αρχίσει να κουράζομαι με την αφήγηση της ημέρας του. Κι εμένα μου αρέσει να κάνω μπάνιο στη μπανιέρα. Βιάστηκα να υποτιμήσω όμως την συγκεκριμένη ιστορία.
“Ήταν πανέμορφη. Τελείως ήρεμη. Στην αρχή νόμιζα ήταν αντανάκλαση γιατί δεν είχε χαράξει ακόμα και δεν έβλεπα καλά. Έχω πολύ καιρό να δω γυναίκα, πόσο μάλλον ολόγυμνη. Μου φάνηκε ότι χαμογελούσε. Μου φάνηκε ότι είχε βάλει το ένα χέρι λίγο πάνω από το εφηβαίο της. Μου φάνηκε ότι τα στήθη της, έτσι που ήταν έξω από το νερό, κουνήθηκαν λίγο.”
Ετοιμαζόμουν να τον σταματήσω. Να αγαπάς όλους, να εμπιστεύεσαι λίγους και να μην κάνεις κακό σε κανέναν έλεγε κάποιος παλιός. Παρά το προφανές ενδιαφέρον της αφήγησης, δεν ταίριαζε με το μέρος, μπορεί κάποιο παιδάκι από τον γάμο να άκουγε, μπορεί να μας παρεξηγούσαν…
“Αλλά ήταν νεκρή”.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ο ορίτζιναλ βρυκόλακας ψυχών που γράφει για ομοιοπαθείς του. Κανονικά έπρεπε να παίρνει και επιδότηση.