Η μεγάλη ατυχία του Άνταμ Άπλμπι ήταν ότι, με το που ξυπνούσε, το μυαλό του πλημμύριζε αμέσως με όλα εκείνα που ήθελε να σκέφτεται όσο το δυνατόν λιγότερο. Άλλοι άνθρωποι, όπως είχε καταλάβει, χαιρέτιζαν κάθε καινούριο ξημέρωμα με ανανεωμένο μυαλό και καρδιά, γεμάτοι αισιοδοξία και αποφασιστικότητα· ή περνούσαν νωθρά την πρώτη ώρα της ημέρας σε μια κατάσταση μακάριας αποχαύνωσης, ανίκανοι για οποιαδήποτε σκέψη, ευχάριστη ή δυσάρεστη. Όμως, κου- λουριασμένες σαν Άρπυιες γύρω από το κρεβάτι του, οι δυσάρεστες σκέψεις περίμεναν να ορμήσουν τη στιγμή ακριβώς που πετάριζαν τα βλέφαρα του Άνταμ. Αμέσως εξαναγκαζόταν, σαν άνθρωπος που πνίγεται, να ανασκοπήσει ακαριαία ολόκληρη τη ζωή του, διχασμένος ανάμεσα στις τύψεις για το παρελθόν και τον φόβο για το μέλλον.
Έτσι λοιπόν, καθώς άνοιξε τα μάτια του ένα πρωινό του Νοεμβρίου, και τα κάρφωσε θολά στο μαραμένο τριαντάφυλλο, τρία καθέτως και έξι· οριζοντίως, στην ταπετσαρία απέναντι από το κρεβάτι του, ο Άνταμ ανακάλεσε ταυτοχρόνως ότι ήταν είκοσι πέντε ετών και ότι σύντομα θα έμπαινε στα είκοσι έξι, ότι ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής που προετοίμαζε μια διατριβή την οποία δεν προβλεπόταν να ολοκληρώσει κατά τη διάρκεια της τρίτης και τελευταίας χρονιάς της υποτροφίας του, ότι την υποτροφία του την είχε ήδη υπερκαλύψει με τα έξοδά του, ότι ήταν παντρεμένος με τρία πολύ μικρά παιδιά, ότι χθες βράδυ ένα από αυτά είχε βγάλει ένα ανησυχητικό εξάνθημα, ότι το ονοματεπώνυμό του ήταν γελοίο, ότι το πόδι του πονούσε, ότι το σαραβαλιασμένο του σκούτερ δεν είχε πάρει μπροστά χθες το πρωί και αναμφίβολα δεν θα έπαιρνε μπροστά ούτε και σήμερα, ότι είχε χάσει παρά τρίχα το άριστα στο πτυχίο του εξαιτίας μιας κακής εργασίας για τα Μεσαιωνικά Αγγλικά, ότι το πόδι του πονούσε, ότι στο δημοτικό είχε αποδειχθεί τόσο ικανός στο παιχνίδι τού «ποιος θα κα- τουρήσει ψηλότερα στον τοίχο» του εξωτερικού αποχωρητηρίου των αγοριών ώστε είχε βρέξει το σκουφάκι του εφημέριου που είχε τύχει να επισκέπτεται το προαύλιο από την άλλη πλευρά του τοίχου, ότι είχε ξεχάσει να κρατήσει βιβλία στο Βρετανικό Μουσείο για την ανάγνωση της σημερινής μέρας, ότι το πόδι του πονούσε, ότι η γυναίκα του είχε τρεις μέρες καθυστέρηση και ότι το πόδι του πονούσε.
Για μισό λεπτό… Ένα από αυτά τα νοητικά γεγονότα δεν του ήταν οικείο. Δεν μπορούσε να ανακαλέσει αίσθηση πόνου στο πόδι του το προηγούμενο βράδυ που έπεφτε για ύπνο. Και δεν ήταν, συλλογίστηκε πικρόχολα, ότι είχε απολαύσει καμιά επίπονη σωματική δραστηριότητα, αφότου έπεσε για ύπνο. Όταν η Μπάρμπαρα είχε καθυστέρηση, κανείς τους δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση για σεξ. Η σκέψη άλλης μιας εγκυμοσύνης επιδρούσε αποθαρρυντικά στην επιθυμία τους, παρ’ όλο που ήξεραν ότι το ζήτημα θα είχε ήδη τακτοποιηθεί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη μήτρα της Μπάρμπαρα. Στη σκέψη ότι η μήτρα αυτή θα φούσκωνε με μια ακόμα ζωή, ένα ρίγος παγωμένου τρόμου διαπέρασε τα σωθικά του Άνταμ. Σε ένα χρόνο, αν είχε τύχη, θα ολοκλήρωνε το διδακτορικό του και θα έβρισκε κάποια δουλειά. Ήταν επιτακτική ανάγκη να αποφύγουν να συλλάβουν άλλο παιδί, τουλάχιστον μέχρι τότε. Και αν ήταν δυνατόν για πάντα.
Πόσο διαφορετική θα πρέπει να είναι, σκέφτηκε, η ζωή ενός απλού, μη Καθολικού γονιού, ελεύθερου να αποφασίσει -πραγματικά να αποφασίσει, με ήρεμη βεβαιότητα και σιγουριά- αν θέλει ή όχι να αποκτήσει παιδί. Πόσο διαφορετική από τη δική του συζυγική ζωή, που ο Άνταμ έβλεπε με τον νου του ως ένα μικρό, ρηχό νησί που μαστιζόταν από υπερπληθυσμό και περιβαλλόταν από ένα εύθρυπτο ανάχωμα το οποίο εκείνος και η γυναίκα του πάσχιζαν απελπισμένα να επιδιορθώσουν παρακολουθώντας ανήσυχα τη φουσκοθαλασσιά της γονιμότητας που τους περικύκλωνε. Δεν ήταν ότι, τώρα που είχαν κάνει τα τρία παιδιά, θα αποφάσιζαν, αν τους δινόταν η ευκαιρία, να τα ξαναστείλουν πίσω στην ανυπαρξία, αλλά η αποδοχή μιας καινούριας ζωής δεν ήταν απεριόριστα ελαστική. Μπορούσε να τεντωθεί μέχρι κάποιο όριο, και ο Άνταμ σκέφτηκε ότι τα όρια αυτά είχαν πλέον ξεπεραστεί, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον.
Η σκέψη του ταξίδεψε, όπως έκανε αρκετά συχνά, στις περιστάσεις που τους είχαν φέρει σ’ αυτό το σημείο. Ο γάμος τους, πριν από τέσσερα και πλέον χρόνια, ήταν μια βιαστική υπόθεση που επισπεύσθηκε από την αναγγελία ότι ο Άνταμ, που υπηρετούσε τη θητεία του έχοντας τελειώσει το πανεπιστήμιο, θα έπαιρνε μετάθεση για Σιγκαπούρη. Άίγο αργότερα διαπιστώθηκε ότι υπέφερε από μια πάθηση στο αυτί και αυτό τον περιόριζε σε μεταθέσεις στο εσωτερικό. Το γεγονός υπήρξε τότε πηγή χαράς για το ζευγάρι, αλλά σε στιγμές μελαγχολίας ο Άνταμ αναρωτιόταν αναδρομικά αν ήταν πράγματι τέτοια μεγάλη τύχη. Παρά το ότι, ή ίσως εξαιτίας του ότι ζούσαν κατά κύριο λόγο χωριστά -εκείνος στο Γιορκσάιρ και η Μπάρ- μπαρα με τους γονείς της στο Μπέρμιγχαμ- και βλεπόντουσαν μόνο τα Σαββατοκύριακα που αυτός είχε άδεια, είχαν καταφέρει, κατά τη διάρκεια της θητείας του, να κάνουν δύο παιδιά.
Είχαν ξεκινήσει τον γάμο τους με ασαφείς ιδέες περί των λεγάμενων Ασφαλών Ημερών και μια αισιόδοξη εμπιστοσύνη στη Θεία Πρόνοια, που ο Άνταμ δυσκολευόταν τώρα να δείξει. Η Κλαιρ είχε γεννηθεί εννέα μήνες μετά το γάμο. Η Μπάρ- μπαρα είχε συμβουλευτεί έναν Καθολικό γιατρό, ο οποίος της έδωσε έναν απλό μαθηματικό τύπο για να υπολογίζει τις Ασφαλείς Ημέρες -τόσο απλό που έναν χρόνο μετά την Κλαιρ γεννήθηκε ο Ντόμινικ. Ύστερα από λίγο καιρό ο Ανταμ πήρε το απολυτήριό του και επέστρεψε στο Λονδίνο για να ασχοληθεί με την έρευνα. Κάποιος έδωσε στην Μπάρμπαρα ένα φυλλάδιο που εξηγούσε πώς να υπολογίζει τη στιγμή της ωορρηξίας της καταγράφοντας κάθε πρωί τη θερμοκρασία της, και το ζευγάρι ακολουθούσε αυτή τη διαδικασία μέχρι που η Μπάρμπαρα ξαναέμεινε έγκυος.
Μετά τη γέννηση του Έντουαρντ απλά αποφάσισαν να απέχουν των σεξουαλικών σχέσεων επί έξι μήνες κλιμακούμενης νεύρωσης. Έχοντας καταφέρει, με κάποια δυσκολία, να εισέλθουν στον έγγαμο βίο παρθένοι έπειτα από τρία χρόνια φλερτ, πιέστηκαν να επανέλθουν σ’ αυτή την κατάσταση παρ’ όλο που μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι. Πριν από λίγους μήνες είχαν ζητήσει βοήθεια από μια συμβουλευτική οργάνωση για Καθολικά ανδρόγυνα, οι γιατροί της οποίας είχαν αντιμετωπίσει με επιεική περιφρόνηση τις ερασιτεχνικές τους απόπειρες να εφαρμόσουν τη μέθοδο της βασικής θερμοκρασίας. Τους έδωσαν κόλλες χαρτί μιλιμετρέ και μικρά χαρτονάκια με διαφανή παράθυρα από σελοφάν για να τα βάζουν στα γραφήματα και τους συνέστησαν, για μέγιστη ασφάλεια, να περιορίζονται στη μετα-ωορρηξιακή περίοδο.
Επί τρεις ανήσυχους μήνες είχαν επιβιώσει. Για κακή τους τύχη, η ωορρηξία της Μπάρμπαρα τύχαινε να ξεκινάει αργά στον μηνιαίο της κύκλο, και οι σεξουαλικές τους σχέσεις είχαν κατ’ ανάγκην περιοριστεί σε ένα περίεργο μοτίβο: τρεις εβδομάδες υπομονετικού σχεδιασμού γραφημάτων, ακολουθούμενες από λίγες νύχτες φρενήρους έρωτα, που γρήγορα ξέφτιζαν σε εξάντληση και ανανεωμένη αγωνία. Η συμπεριφορά αυτή ήταν γνωστή ως Ρυθμός και ήταν σύμφωνη με τον Φυσικό Νόμο.
Από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκε ένας πνιχτός γδούπος και μια διαπεραστική κραυγή που μετατράπηκε σε χαμηλό κλαψούρισμα. Ο Άνταμ τα απέδωσε διστακτικά στο μικρότερο παιδί του, τον Έντουαρντ. Έριξε μια πλάγια ματιά στη γυναίκα του. Ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα, πιπιλίζοντας ένα θερμόμετρο. Μια μικρή κορυφή χαμηλότερα στα σκεπάσματα μαρτυρούσε την παρουσία δευτέρου θερμομέτρου. Αδυνατώντας να αποφασίσει για τη σχετική ακρίβεια των δύο μεθόδων λήψης της θερμοκρασίας, από το στόμα ή από το ορθό, η Μπάρμπαρα είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει και τις δύο. Το οποίον δεν θα αποτελούσε πρόβλημα αν κατάφερνε να μην μπερδεύει τις δύο μετρήσεις. Για το οποίον ο Ανταμ αμφέβαλλε.
Πιάνοντας το βλέμμα του, η Μπάρμπαρα ψέλλισε κάτι, που είχε χάσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του λόγω της παρουσίας του θερμομέτρου, αλλά το οποίο ο Ανταμ ερμήνευσε ως «Θα φτιάξεις τσάι;» Ενδιαφέρον παράδειγμα της λειτουργίας του προβλέψιμου στην καθημερινή κουβέντα, παρατήρησε νοερά, καθώς παραμέριζε τα σκεπάσματα. Το γυμνό πάτωμα χαιρέτισε τα πόδια του με μια παγωμένη ψυχρότητα και ο Ανταμ χοροπήδησε αδέξια στα νύχια, ψάχνοντας ολόγυρα στο δωμάτιο για τις παντόφλες του. Ήταν δύσκολο, διαπίστωσε, να κουτσαίνεις και ταυτόχρονα να περπατάς στα νύχια. Ξετρύπωσε επιτέλους τις παντόφλες του στο συρτάρι με τα πουκάμισα -η καθεμία με μια πλαστική κουκλίτσα, φτιαγμένη στο Χονγκ Κονγκ, φωλιασμένη μέσα της. Φόρεσε βιαστικά τη ρόμπα του. Υπήρχε μια αισθητή παγωνιά στην ατμόσφαιρα: ο χειμώνας αντιμαχόταν το φθινόπωρο. Αυτό τον έκανε να σκεφτεί τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού. Το ίδιο, όταν κοίταξε από το παράθυρο, έκανε και ο Σταθμός Ενέργειας του Μπάτερσι, που διαγραφόταν αμυδρά μέσα από την πρωινή ομίχλη.
David Lodge