Τσίρηξε σα γάτα που την πάτησε κάποιος την στιγμή ακριβώς που ταυτόχρονα έβλεπε νταλίκα να έρχεται πάνω της ενώ ετοιμαζόταν να κάνει bungee jumping. Πιο τσιρίδα δεν γίνεται νομίζω. Το επόμενο πράγμα που θυμάται είναι το χειρουργείο του κτηνίατρου και την φωνή της ιδιοκτήτριάς της:
.“Γιατρέ μου άγγιξες την καρδιά με την ηρωική σου προσπάθεια να σώσεις την γατούλα μου!!”
Η γάτα δεν μπορούσε να μιλήσει γιατί εκείνη την στιγμή ο γιατρός πραγματικά άγγιζε την καρδιά της και ξεκινούσε τα ράμματα στο στήθος να κλείσει την πληγή. Προφανώς δεν είχαν κάνει σωστή αναισθησία. Ιδιοκτήτριά της μια Κινέζα κυρία, από αυτές που μοιάζουν 17 χρονών μέχρι τα 40 τους και μετά μια μέρα ξαφνικά μοιάζουν 150. Και μιλάνε συνέχεια:
“Ξέρετε γιατρέ παντρεύτηκα μια φορά. Στην ταράτσα του σπιτιού των γονιών μου, είχα βάλει όλες μου τις κούκλες γύρω γύρω και μουσική από ένα μικρό μουσικό κουτί που το κουρδίζαμε κάθε τόσο όταν σταματούσε. Αλλά μετά έφυγε ο άτιμος και έτσι γύρισα στο σπίτι των γονιών μου όπου ζω με την γατούλα αυτή.”
-Ω, στο νηπιαγωγείο ή το δημοτικό όλα αυτά; ρώτησε γελώντας ο γιατρός καθώς τελείωνε το ράμμα και η γάτα χαλάρωνε γιατί δεν της πίεζε πια την καρδιά.
“Όχι καλέ, πρόπερσι!”, η κυρία Λιν άρπαξε την γάτα κι έφυγε. Όλα ήταν συγκεχυμένα στο μυαλό της. Θυμήθηκε ότι για πολλά χρόνια ο παππούς της την έλεγε “Νίκο”. Μέχρι που κατάλαβε ότι πήγαινε σε λάθος σπίτι επίσκεψη.
Η γάτα όταν έφτασε στο σπίτι ένιωσε κάπως καλύτερα. Άφησε την κυρία Λιν να μεθύσει με το απογευματινό της τσάι που ήταν κατά 90% σάκε βέβαια και βγήκε μια βόλτα στον κήπο. Είδε μια σαύρα που λιαζόταν, την έπιασε εύκολα με το πόδι και κουνούσε αυτάρεσκα την ουρά της παρατηρώντας το καημένο το ερπετό που προσπαθούσε να ξεφύγει.
-Γιατί με φοβάσαι σαύρα; είπε καλοκάγαθα και με πραγματική περιέργεια. Η σαύρα σταμάτησε να σπαρταράει και γύρισε να την κοιτάξει.
“Εεεε, ότι λόγο κι αν είχα να σε φοβάμαι, μόλις αντικαταστάθηκε από την τρομακτική νέα πραγματικότητα ότι μου μιλάς και σε καταλαβαίνω.”
Η γάτα σήκωσε το πόδι κι αρχικά η σαύρα δεν κουνήθηκε καθόλου. Σου γίνεται δεύτερη φύση ο θάνατος όταν έχεις μόλις σχεδόν πεθάνει. Με πολύ μικρές κινήσεις γύρισε να κοιτάξει μπροστά, μετά πετάχτηκε μια καλή απόσταση, μετά σταμάτησε και κοίταξε την γάτα με τα ράμματα στο στήθος και τα καλοκάγαθα μάτια. Πίσω της μια σειρά πολύ σκούρα σύννεφα και πίσω από αυτά ακόμα περισσότερα, όλος ο ουρανός είχε ξαφνικά σκοτεινιάσει σαν να είχε μετατραπεί ξαφνικά σε πύλη σκότους.
Εκεί που σταμάτησε όμως η σαύρα είχε μια ηλιαχτίδα. Ίσως δυο τρεις. Εξώθερμο ζώο, αμέσως το κατάλαβε, μαγνητικά είχε σταματήσει εκεί να φορτίσει. Σα στιγμές στη ζωή της συγκεντρώθηκαν, έγιναν ένα οι ακτίνες του ήλιου, το φως στην άκρη του τούνελ μπροστά της μέσα στη μαυρίλα σαν μια καρφίτσα που ετοιμαζόταν να εξαφανιστεί.
Τελικά ήταν βαρύ το πόδι της γάτας.
.
(Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης δεν έχει γάτα, ούτε σκοπεύει να πάρει γάτα, ούτε του αρέσει το σάκε. Εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς όμως παρακολουθεί όποτε έχει την ευκαιρία. Πίνοντας τσάι.)