Τι είναι πιο επικίνδυνο, να εγκλωβιστείς σε ένα Ασανσερ ή στους κόλπους της Αγίας Νεοελληνικής Οικογένειας;
Ημέρα: Σάββατο. Ώρα 19:30. Θέμα : Παρουσίαση της νουβέλας « Το Ασανσέρ» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου από τις εκδόσεις Biblioteque Τόπος : Βιβλιοθήκη Βολανάκη στα Εξάρχεια.
Η συγκεκριμένη ιστορία συμπεριλαμβάνεται στις «Ιστορίες της Λίμνης» εκδόσεις Κέδρος.
Το βιβλίο προλόγησαν ο Κώστας Καλημέρης (κριτικός λογοτεχνίας), η Niemand Rose (bloger και συγγραφέας) και ο Άρης Μαραγκόπουλος (συγγραφέας).
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος παίζει ενάντια στο λυρισμό (σύμφωνα με εύστοχο σχόλιο του Καλημέρη) και μας θέτει το ερώτημα « Τι είναι πιο επικίνδυνο να εγκλωβιστεί κανείς στο Ασανσέρ ή στους κόλπους της Αγίας Νεοελληνικής Οικογένειας;».
Μας μιλάει και μας προβληματίζει για την οικογένεια, την ταξική διαφορά στον έρωτα, τα απωθημένα. Μια ιστορία με πολλές εκδοχές που επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Αυτή ακριβώς είναι και η επιτυχία. Βάζει τον αναγνώστη στο παιχνίδι. Τον αφήνει να αλωνίζει στα μονοπάτια της φαντασίας και να δημιουργήσει στο μυαλό του μια άλλη ιστορία. Τη δική του εκδοχή.
Ο Μαραγκόπουλος χαρακτήρισε το βιβλίο σαν film noir καθώς το σκηνικό και τα ονόματα θυμίζουν έντονα κάτι από δεκαετία ’50 και ’60.
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος μέσα από αυτό το διήγημα καταφέρνει να ικανοποιήσει ακόμα και τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες. Με λιτότητα αφηγείται και περιπλέκει περίτεχνα το ρομαντισμό, το χιούμορ, το θρίλερ και την απλη καθημερινότητα. Σαν επαγγελματίας χορευτης κάνει πιρουέτες γύρω από το κεντρικό θέμα : δύο νέους έγκλειστους σε ένα θάλαμο Ασανσερ και αφήνει στη φαντασία του αναγνώστη το “γίγνεσθαι” καθόλη τη διάρκεια του εγκλεισμού τους.
Αν ρωτήσετε, το προτείνω ανεπιφύλακτα. Διαβάζεται όπως όταν πίνουμε ένα δροσερό καλοκαιρινό κοκτέιλ.
Κλείνοντας, παρατίθεται μια μικρή γεύση από το σημείωμα του συγγραφέα :
“Πρωτοδιάβασα τον πυρήνα αυτής της ιστορίας πριν από χρόνια, στο «Περί ηρώων και τάφων» του αμίμητου Eρνέστο Σάμπατο. Eκεί, αν θυμάμαι καλά, αναφέρεται ως πραγματική και υποτίθεται ότι συνέβη όντως στα περίχωρα του Mπουένος Άιρες, ενώ εγκλωβισμένοι στο ασανσέρ, όπως ακριβώς και στη δική μου εκδοχή, ήταν μια υπηρέτρια με τον εραστή της. Μόνο που κατέληγε σε κανιβαλισμό και δεν υπήρχε κανένα καλοκαίρι, δηλαδή ευτυχές τέλος ή, επί το νεοελληνικότερον, χάπι εντ. Eδώ και πολύ καιρό ονειρευόμουν να την ξαναγράψω προσαρμόζοντάς την στα καθ’ ημάς, κάποτε ξεκίνησα ακόμα και πολυσέλιδο μυθιστόρημα να την κάνω.
Λίγο πριν καταφύγω στη μορφή που δημοσίευσα τελικά, τη συνάντησα ξανά στο μυθιστόρημα του Δημήτρη Nόλλα «Aπό τη μία εικόνα στην άλλη». Φαίνεται ότι υπάρχει ένα είδος χημείας ανάμεσα σε διάφορα μυαλά και ότι δεν είναι μόνο τα μεγάλα πνεύματα που συναντώνται. Όσο για τις ιατρικές πληροφορίες, μου τις έδωσε πρόθυμα το 1995 μια άλλη συνάδελφος, η Bάνα Παπαθανασίου, που τυγχάνει και φαρμακοποιός. O δε δικηγόρος στον οποίο κατέφυγα ―σαν τους ήρωές μου κι εγώ, τους Aναστασόπουλους και τον Kαρνεάδη― για τη νομική πλευρά της υπόθεσης, είναι ένας φίλος, ο Γιάννης Kαούνης. Tους υπερευχαριστώ και τους δύο.
Δεν ξέρω ποια αισθητική αξία έχει η απόπειρά μου και τι κατάφερα επί της ουσίας. Αυτό που ξέρω με σιγουριά είναι ότι καμία άλλη ιστορία από όσες έχω δημοσιεύσει μέχρι σήμερα, δεν την είχα διηγηθεί εκ των προτέρων σε τόσους πολλούς φίλους και γνωστούς. Ίσως επειδή ήταν εν μέρει δανεική από το μυθιστόρημα του Σάμπατο, ένιωθα μεγαλύτερη ελευθερία, φαίνεται, να τη λέω δεξιά κι αριστερά. Το απολάμβανα δε ιδιαιτέρως, κι αν κρίνω από τον τρόπο που με παρακολουθούσαν οι ακροατές μου, το ίδιο κι εκείνοι. Αυτή καθαυτή η ιστορία έχει κάτι το ανεκδοτολογικό και είναι αναμφισβήτητα συναρπαστική. Ή ίσως είναι τόσο πολλοί όσοι τρέμουν τον εγκλωβισμό σ’ ένα ασανσέρ, χωρίς να το ομολογούν ούτε στον εαυτό τους.
Όμως, την έλεγα και την ξανάλεγα, και για έναν ακόμη λόγο. Στο βάθος, φοβόμουν να τη γράψω κι όλο άλλαζα τον τρόπο προσέγγισής της, επειδή αναζητούσα κάτι πιο παιχνιδιάρικο, πιο αινιγματικό, κάτι πιο αλλόκοτο ίσως, από την απλή αγωνιώδη περιπέτεια με το αποτρόπαιο τέλος, που είχα ήδη στα χέρια μου. Απόδειξη οι πολυάριθμες εκδοχές της ιστορίας που δοκίμασα και πέταξα. Tουλάχιστον τώρα την έβγαλα από μέσα κι από πάνω μου, απαλλάχτηκα απ’ αυτήν. Πάμε γι’ άλλες”.
Φωτογραφική κάλυψη Μαρίνα Δημητρέλη.