Πρόσφατα, εκεί που καθάριζα, έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό τετράδιο με ένα κοριτσάκι απ’ έξω, βγαλμένο από άλλη εποχή. Το ξεφύλλισα και είδα τα δικά μου γράμματα, να σημειώνουν ημερομηνίες και γραμμάρια γάλακτος.
Η εικόνα της τρελής με τα γραμμάρια, επανήλθε στο νου μου.
Για κάνα τρίμηνο μετά τη γέννα της πρώτης μου κόρης, είχα αναπτύξει το άγχος του γραμμαρίου. Εκτός από το να ζυγίζω πέντε φορές τη μέρα το μωρό, να δω αν αναπτύσσεται σωστά, μέτραγα και τα γραμμάρια γάλακτος που έπινε.
Αυτά, στο πρώτο παιδί. Στο δεύτερο μπήκα στον αυτόματο πιλότο, καθότι έμπειρη πια.
Γέλασα στην ανάμνηση και θυμήθηκα τα εφηβικά μου ημερολόγια.
«Σήμερα με πήρε δυο φορές τηλέφωνο, αύριο άραγε, πόσες φορές θα με πάρει;».
Έβαζα μπαμπάκι στο κουδούνι του τηλεφώνου του σαλονιού με το τεράστιο καλώδιο και όταν κοιμόντουσαν μαμά-μπαμπάς, μετέφερα τη συσκευή στο δωμάτιό μου.
Χτύπαγε και ακουγόταν ελάχιστα με τόσο μπαμπάκι μπουκωμένο στο ντριν ντραν, όσο χρειαζόμουν μόνο για να τ’ακούσω εγώ.
Βέβαια, υπήρχαν και παράπλευρες απώλειες. α) με έπαιρνε ο ύπνος και ξέχναγα να αφαιρέσω το μπαμπάκι έγκαιρα, άρα το τηλέφωνο συχνά δεν ακουγόταν, με συνέπεια “μα να μην χτυπάει για μέρες αυτό το τηλέφωνο βρε Νατάσσα μου, χάλασε;” Την Κινέζα η Νατάσσα β) είχα την κακιά συνήθεια να κρατάω ημερολόγιο, οπότε η μάνα γνώριζε πού θα βρει απαντήσεις για όλες τις απορίες της… όλες όμως με το νι και με το σιγμα, ανατριχιαστικές και μη.
Όμορφες εποχές. Γλυκά άγχη… και τα γραμμάρια απ’ το γάλα και το μπαμπάκι στο τηλέφωνο.
Τώρα πια, το ημερολόγιο της τρελής αν το κράταγα, θα ήταν κάπως έτσι:
«Ξύπνημα 6.20. Με τα μαλλιά όλα στη μούρη ζεσταίνω γάλα με Caotonic, που μου γυρίζει επειδικτικά μισοτελειωμένο συχνά και ακόμα συχνότερα ανέγγιχτο με ύφος “μπλιαχ, μη με ξυπνάς απ’ τις 6 πριν ακόμα η μέρα να φέξει”. Πλέον το γάλα το γυρίσαμε σε αφεψήματα, τσάγια, χαμομήλια ίσως και τίποτα γιατί τα πρωινά ξυπνάμε ανάποδα αυτή τη βάρβαρη ώρα. Πετάω στις τσάντες χυμούς, κρουασανάκια, τσουρεκάκια, μπισκοτάκια με ενοχές γιατί δεν λένε με τίποτα να φάνε τα υγιεινά τοστάκια με τη γαλοπούλα και τα τυριά χαμηλών λιπαρών οι μικρές σελέμπριτι.
Από εκείνη την ώρα μέχρι τις 7 και τρέχω σαν την τρελή πίσω από τσάντες, βούρτσες, κοτσιδάκια, “όχι τη φόρμα, έχω χωροδία σήμερα, που είναι τα γυαλιά μου, ξέχασα το βιβλίο της ιστορίας στο σχολείο (δάκρυα κυλάνε ολούθε), τελειώνετε θα χάσετε το σχολικό δε θα περιμένει εσάς να ξεκουνηθείτε” και άλλα τέτοια ιδανικά και ροζ
7.40 με 9.00 ή κάνω ποστ όποια φιλοσοφία στοιχειώνει το διαταραγμένο μου ή κοιμάμαι κατάκοπη ύπνο – σφηνάκι.
9.00 ξυπνάω και ντύνομαι γυναίκα.
10.00 μέχρι ουδείς γνωρίζει, χαρά και εργασία. Εκεί ο χρόνος σταματά. Σταμάτησε του ρολογιού τους δείχτες.
Θα το έχετε συνειδητοποιήσει όσοι με παίρνετε τηλέφωνο και τους απαντά μια άλλη Νατάσσα, που αν με ρωτήσετε, ούτε εγώ έχω καταφέρει να τη γνωρίσω ακόμα καλά.
Κάποια στιγμή το σούρουπο, μια ώρα απροσδιόριστη, θυμάμαι ότι έχω σπίτι και είμαι μάνα.
Η τρελή είναι πια υστερική και μέσα σε χρόνους Ολυμπιακών προτύπων, επιστρέφει σπίτι, ανανεώνει στάτους σε fb και twitter, πάει γυμναστήρια, χαϊδεύει και κανακεύει δυο υπέροχα πλασματάκια που μάνα ακούνε και μάνα δε βλέπουν, προβληματίζεται, λέει ότι θα τα παρατήσει όλα και θα εξαφανιστεί μαζί με τα μωρά της κάπου στα βάθη της Αυστραλίας, βάζει τις μικρές για ύπνο, ανοίγει υπολογιστή, γράφει μανιωδώς για τον έρωτα, τη γυναίκα, τον άντρα, τους φόρους, τους εωσφόρους, ξορκίζει την εξάντληση μέχρι τις ώρες τις μικρές μέσα από γράμματα ηλεκτρονικά, πιο καλοσχηματισμένα, αλλά, γράμματα όχι δικά της σαν εκείνα στα παλιά της ημερολόγια… αυτό το τελευταίο δε αν της το επιτρέπουν οι κοινωνικές της υποχρεώσεις, που ευτυχώς που υπάρχουν ενεργές γιατί τότε αισθάνεται κάπως άνθρωπος, πιο χαλαρός, πιο φιλικός, πιο ερωτικός, πιο κάτι τέλος πάντων…
Αυτό είναι το ημερολόγιο μιας τρελής, που νομίζει συχνά ότι μπορεί να είναι τα πάντα και τη διεκδικεί αυτή την πεποίθηση πληρώνοντάς την ποικολοτρόπως… Μιας τρελής ή έστω ημίτρελης που οι άλλοι περιμένουν ότι θα μπορεί για αρκετό καιρό ακόμη να είναι τα πάντα, ενώ παντού μέσα της ξέρει πια ότι το μόνο που θέλει να είναι, είναι μια χαμογελαστή, χαλαρή, ήρεμη μα συνάμα παρορμητική γυναίκα, που θα ζει στο φουλ κάθε στιγμή, χωρίς πισωγυρίσματα που δεν της ταιριάζουν, και παράλληλα μια ίσως αντισυμβατική για τα κοινωνικά, κολλημένα πρότυπα, μα αληθινά αγαπησιάρα και τρυφερή μάνα-φίλη για δυο κορίτσια, που θα λέει και θα γράφει ιστορίες για να τις διαβάζετε εσείς τώρα και εκείνες λίγα χρόνια αργότερα, όταν θα αρχίσουν να τρελαίνονται σαν εκείνη.
ΥΓ. Συμβουλή… επειδη πολλοί θα σας κατηγορήσουν για τα ιμαμ μπαιλντί που δεν καταφέρατε ποτέ να ταΐσετε στο στόμα των παιδιών σας, βγάλτε τις περιττές κοκκινιστές σάλτσες από τον εγκέφαλό σας, αγαπητές μαμάδες ή πρόθυμες γουάναμπι μανούλες και βρείτε το πρότυπο που σας ταιριάζει, ώστε να το υποστηρίζετε όσο πιο καλά μπορείτε, ώστε να μη νιώθετε μισοί άνθρωποι, που στερήθηκαν τα πάντα προκειμένου να ανταποκριθείτε σε μια προκατάληψη – φάντασμα που σας αλλοιώνει και σας γεμίζει απωθημένα. Όπως δεν έχουμε γεννηθεί όλοι κατάλληλοι για να γίνουμε γονείς, έτσι δεν έχουμε γεννηθεί όλοι, ώστε να είμαστε οι ίδιοι τύποι γονιού.
Εγω και οι κόρες μου μπορεί να τρώμε έξω κάτα μέσο όρο περισσότερο από τη μέση Αγία Οικογένεια, μπορεί να μην έχουμε το χρόνο μαζί μιας μάνας που θα είναι όλη τη μέρα στο σπίτι, αλλά κάνουμε κάτι βολτάρες χάρμα μαζί, τα καλοκαίρια σχεδόν κάθε Κυριακή πλατσουρίζουμε όλη μέρα στη θάλασσα και γυρνάμε λουσμένες από αλάτι, άμμο και ήλιο, τραγούδια και γέλια το σούροπουπο, βλέπουμε ταινιάρες και παραστάσεις, χορεύουμε μανιωδώς όλα τα μπιτ που κυκλοφορούν, πιάνοντας κορώνες που ξεκουφαίνουν και τους πιο ανεκτικούς γείτονες… κι αν τις ρωτήσεις δε θα σου πουν για τον μουσακά που δε φάγανε από τα χέρια της μανούλας, θα σου πουν μόνο ότι έχουν την πιο όμορφη και καλή μαμά του κόσμου, γιατί η αγάπη χρεώνεται όχι στο πόσα δεν κάνεις, αλλά στο πόσα κάνεις στην τελική…
Ιρίνα και Βάσια, ευχαριστώ που με κάνατε να γιορτάζω και εγώ σήμερα 🙂