Το καταστροφικότερο από ηθικής άποψης μάθημα του Άουσβιτς ή των Γκουλάγκ ή της Χιροσίμα δεν είναι ότι μπορούμε να κλειστούμε πίσω από συρματοπλέγματα ή σε θαλάμους αερίων, αλλά ότι (υπό τις κατάλληλες συνθήκες) μπορούμε να γίνουμε δεσμοφύλακες και να πασπαλίζουμε λευκούς κρυστάλλους σε αγωγούς καμινάδων∙ δεν είναι ότι μία ατομική βόμβα μπορεί να πέσει στα κεφάλια μας, αλλά ότι (υπό τις κατάλληλες συνθήκες) ΕΜΕΙΣ μπορούμε να την ρίξουμε στα κεφάλια άλλων ανθρώπων. Ένας ακόμα μεγαλύτερος τρόμος, ένας αληθινός μετά-τρόμος, ένα εκκολαπτήριο όλων των άλλων φόβων, πηγάζει από τη συνειδητοποίηση πως, όταν γράφω αυτές τις λέξεις ή όταν τις διαβάζετε, κι εγώ κι εσείς, βαθιά στην καρδιά μας, θέλουμε να εξαφανιστούν τέτοιες σκέψεις, κι όταν αυτές αρνούνται να το κάνουν επιτρέπουμε στις μορφές του κακού να «φουσκώνουν και να εξαπλώνονται», ασφαλείς στη μη ορατότητά τους – με το να αναδιπλωνόμαστε για να τις αντικρούσουμε, με το να αμφισβητούμε την αξιοπιστία τους και να τις αποδιώχνουμε ως απλές παραπλανητικές κραυγές, ενώ παραμένουμε επιλήσμονες αναφορικά με το καθήκον μας να αναλογιζόμαστε και να στοχαζόμαστε αυτό που ανακάλυψε η Χ. Άρεντ στις αναφορές που υπέβαλαν οι πολυμαθείς ψυχολόγοι που κλήθηκαν να καταθέσουν στη δίκη του Άιχμαν:
«Μισή ντουζίνα ψυχίατροι τον διέγνωσαν «φυσιολογικό» – «Εν πάση περιπτώσει, πιο φυσιολογικό από εμένα αφότου τον εξέτασα», λέγεται ότι αναφώνησε ένας από αυτούς, ενώ ένας άλλος διαπίστωσε ότι το όλο ψυχολογικό προφίλ του, η συμπεριφορά του προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τη μητέρα και τον πατέρα του, τα αδέλφια και τους φίλους του, «δεν ήταν απλώς φυσιολογική αλλά καθ’ όλα ευκταία» – και τέλος, ο πάστορας που τον επισκεπτόταν συχνά μετά την εκδίκαση της έφεσής του από το Ανώτατο Δικαστήριο καθησύχασε τους πάντες δηλώνοντας ότι ο Άιχμαν ήταν «ένας άνθρωπος με πολύ θετικές ιδέες».
Τα θύματα του Άιχμαν ήταν «άνθρωποι όπως εμείς». Το ίδιο ήταν όμως – Θεός φυλάξοι! – και πολλοί από τους εκτελεστές του Άιχμαν, οι σφαγείς των θυμάτων∙ και ο Άιχμαν; Και οι δύο σκέψεις μας γεμίζουν φόβο. Ενώ όμως η πρώτη είναι ένα κάλεσμα σε δράση, η δεύτερη παραλύει και απολιθώνει, ψιθυρίζοντάς μας ότι η αντίσταση στο κακό είναι μάταιη. Γι’ αυτό ίσως αντιστεκόμαστε τόσο σθεναρά σε αυτή τη δεύτερη σκέψη. Ένας φόβος γνήσια και απελπιστικά αφόρητος είναι ο φόβος ότι το κακό είναι ανίκητο.
Κι όμως, όπως το έθεσε ο Πρίμο Λέβι στο βιβλίο που συνέταξε ως τελευταία επιθυμία και διαθήκη του: δεν υπάρχει αμφιβολία, καθένας μας μπορεί, εν δυνάμει, να γίνει τέρας. […] Τα φρικτά νέα είναι ότι ο Άιχμαν δεν ήταν το Κακό προσωποποιημένο, ο Διάβολος. Ήταν ένα συνηθισμένο, πεζό, βαρετά «καθημερινό» πλάσμα: κάποιος που προσπερνάς στο δρόμο χωρίς να τον προσέξεις. Ως σύζυγος, πατέρας ή γείτονας δεν θα ξεχώριζε από το πλήθος. Ήταν ο μέσος όρος, η μέση τιμή, το αντιπροσωπευτικό δείγμα των δημογραφικών στατιστικών πινάκων – όπως θα ήταν αναμφίβολα και των ψυχολογικών στατιστικών πινάκων αλλά και των ηθικών (αν μπορούσαμε να φτιάξουμε τέτοιους). Απλώς, όπως όλοι μας, προτιμούσε τη δική του βολή από τη βολή των άλλων. Αυτό ακριβώς το κοινό, συνηθισμένο παράπτωμα ή ολίσθημα, σε ασυνήθιστους καιρούς, οδηγεί σε ασυνήθιστα αποτελέσματα. Άπαξ και το γνωρίζουμε αυτό, δεν χρειαζόμαστε άλλο τον Διάβολο. Και το χειρότερο όλων, ο Διάβολος αυτής της υπόθεσης θα μας φαινόταν ίσως αξιοθρήνητα ανίκανος και αδέξιος σε σύγκριση με εκείνον τον τετριμμένα νουνεχή τυπάκο στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο δικαστήριο της Ιερουσαλήμ.
Zygmunt Bauman, Ρευστός Φόβος (εκδ. Πολύτροπον) -απόσπασμα.
πηγη : to23ogramma.wordpress.com