Φρανσουά Βιγιόν
Σ’ αρσενικό, σε νίτρο, στη φωτιά
τ’ ασβέστη, σε μολύβι αναβρασμένο
-για να ξεμαγαρίσουν πιο καλά-,
σε πισσάλειμμα καλοδιαλυμένο
σε ζουμί Οβριάς κάτουρα φτιασμένο
και σκατά. Σ’ αποπλύματα λεπρών,
σε λίγδες ποδαριών και παπουτσιών,
σ’ αψιά φαρμάκια ή μέσα σε καμπόσες
χολές φιδιώνε, λύκων, τσακαλιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Σε μαύρου γερογάτου τα μυαλά
φαφούτη με τομάρι ψωριασμένο,
σε γέρου μούργου -π’ όμοια έχει καλά-
λυσσάρικου, το σάλιο το πηγμένο,
σ’ αφρούς από μουλάρι αρρωστημένο
που τ’ όργωσαν οι κόψες ψαλιδιών,
σε νερά που πνιγμένων ποντικών,
πλένε κουφάρια, βάτραχοι και τόσες
φίνες ράτσες ζουδιών σιχαμερών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Σε σουμπλιμέ που καίει τα σωθικά
και σ’ αφαλό από φίδι μανιασμένο.
Σ’ αίμα που το ξεραίνουνε σ’ αγγειά
οι κουρέηδες, -σα βγαίνει γιομισμένο
το φεγγάρι- μαυροπρασινισμένο.
Σε φάουσας έμπυα, σε νερά σγουρνών
που πλένουν κωλοπάνια σε πορνών
κλίσματα, -δε με νιώθουν όσοι κι όσες
δε τρέχουν στα μπουρδέλα όπως εγώ-,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Για το σούρωμα αυτών των λιχουδιών
πάρε τον πάτο των χεσμένονε βρακιών
πρίγκηπά μου. Πρώτα όμως σε καμπόσες
τσίρλες μικρουλικώνε γουρουνιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)