Μανόλης Αναγνωστάκης
Αν επιζήσω της μάχης θ’ αφήσω τα γένια
Να μου καλύψουν το πρόσωπο, θα κρύψω
Τα φοβερά σημάδια του κορμιού, θα φράξω
Την έξοδο με αλυσίδες, θα σπάσω
Τη νύχτα της κρίσεως τους δίσκους του γραμμοφώνου
Κι ανάβοντας μια μεγάλη φωτιά στη μέση της κάμαρας
Θα υποδέχομαι τους φίλους μου τρυφερά σαν πρώτα.
Έτσι μονάχα θα γίνει.
Κι ύστερα θά ’ρθει. Είναι, ας πούμε, μια νέα γυναίκα
Είναι ντυμένη μ’ ένα πράσινο φόρεμα
Έχει για στήθια δυο κούπες δυνατό κρασί
Ένα ρολόι στο στέρνο με σταυρωμένους δείχτες
Όταν σημάνει μεσάνυχτα γλιστρά από τους δώδεκα εραστές της
Έρχεται έρποντας μες στο σκοτάδι απαλά
Ψάχνει με σύνεση τ’ αχνάρια της επιστροφής
Αφήνει το κοιμισμένο βρέφος στο κατώφλι
Κι ύστερα σβήνει στη σκόνη του δρόμου
Κρατώντας στο χέρι σφιχτά ένα σπαθί — ή ένα άνθος.