Α.Μ.
Και στροβιλίζομαι μέσα στα κύματα
Είναι πιο δυνατά από εμένα
Δεν μπορώ να τους ξεφύγω
Ό,τι και να κάνω με τραβάνε στο βυθό
Δε με αφήνουν
Δεν μπορώ να αναπνεύσω
Το νερό και η άμμος είναι ένα
Οι εικόνες αφανίζονται στο πέρασμα τους
Η ψυχή μου γελάει από ψηλά
Καθώς βλέπει το κορμί
Να γίνεται έρμαιο της μανιασμένης θάλασσας:
Θυμάσαι όταν σου έλεγα να μην πλησιάσεις
Τη μανιασμένη θάλασσα;
Θυμάσαι όταν σου έλεγα μείνε στη στεριά
Θυμάσαι όταν σου έλεγα να μην ακούς τις σειρήνες που σε καλούν;
Δε με άκουσες, έκλεινες τα αυτιά σου
Άκουγες τη φωνή των κατώτερων επιθυμιών σου
Δεν πάλευες όταν σου έτρωγαν τις σάρκες
Τα άφηνες να σε κατασπαράζουν σαν άγρια σκυλιά
Το σώμα είναι φτιαγμένο από φθαρτά υλικά
Δυνατό πολύ αλλά υποτάσσεται στην ανάγκη
Η ψυχή είναι άυλη, άφθαρτη και ελεύθερη
Δε φυλακίζεται, δεν υποτάσσεται, δεν υπακούει
Δε με άκουσες όταν σου έλεγα να μην υποτάσσεσαι
Σε εφήμερες απολαύσεις που η αλμυρή τους γεύση
Κάνει πιο δυνατή τη δίψα
Δε με άκουσες…