Τί έγινε και όλοι σας ξαφνικά κάνετε αναδρομές στη ζωή σας; Γιατί το facebook βάλθηκε να μας θυμίζει τι κάναμε πριν ένα χρόνο; Μήπως συμβαίνει κάτι και δεν μου το λέτε;
Προς το παρόν εγώ το διασκεδάζω βλέποντας τι μαρτύρια περνούσα. Μέχρι στιγμής αυτό που ακολουθεί ήταν από τα κορυφαία που μου έλαχε και αφού είναι τάση το flashback το μοιράζομαι.
Μπορώ να βρω δικαιολογίες για το απιθανότερο πράγμα που μπορεί να μου συμβεί. Κι αυτή τη φορά, αιτία ήταν η βροχή. Βαρέθηκα να είμαι μέσα τόσες μέρες περιμένοντας τον Νώε να τηλεφωνήσει για να ξεκινήσουμε την κρουαζιέρα με τα υπόλοιπα ζώα. Σιχάθηκα τον εαυτό μου, να κάθομαι, σαν τον Μπρέζνιεφ, με σκουφιά, παλτά και δίπαλτα στον καναπέ να περάσει η παρέλαση για την Οκτωβριανή Επανάσταση από μπροστά μου.
“Θα βγω”, είπα.
Και βγήκα. Αφορμή ήταν η πρόσκληση σε παράσταση.
“Ω! Ευκαιρία να αναπτύξω το αμόρφωτο μοσχάρι, το απενεργοποιημένο μυαλό μου.”
Πέρασα λακκούβες με βρωμόνερα, γειά σου Μπουτάρη με τους αστικούς σου υδροβιότοπους, έγινα μούσκεμα μέσα στο λεωφορείο που έμπαζε νερά σαν την Φαλκονέρα. Απέφυγα σαν νίντζα τους δαιμονισμένους κωλοταξιτζήδες που βάζανε στόχο τις πιο βαθιές τρύπες. Πατώντας γκάζι, περνούσαν καταμεσής της οπής, λούζοντας πατόκορφα καταρράκτες με βρωμόνερα στους αθώους πεζούς που θρασύτατα και αμέριμνα περπατούσαν στα πεζοδρόμια.
Και έφτασα. “Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης“.
Δεν με παραξένεψε ο τόπος, αφού με είχαν ήδη υποψιάσει πως θα μαρτυρούσα σε μια “πρωτοποριακή προσέγγιση” του έργου. Αν πω πως συγκράτησα τον τίτλο θα έλεγα ψέμματα. Είχε να κάνει με μια “Λούλου“, μακρινή ξαδέρφη της μικρής Λουλούς μπορεί η καμιά εγγονή της κολώνιας από τα 80’s.
Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, ακούγοντας αυτά τα “προχωρημένα” θα απαντούσα: “Όχι”. Παθαίνω αυθόρμητα μπέρι-μπέρι με τέτοια. ‘Ελα όμως που μ’ έπιασε το συγκαταβατικό μου κι είπα να δώσω μια ευκαιρία στην “Τέχνη”.
Μπήκαμε γρήγορα-γρήγορα μέσα αφού έκλεισα την, μεγέθους θαλάσσης, ομπρέλα μου. Σε ένα διάδρομο είδαμε καμιά 60αριά άλλους να περιμένουν και έπιασα πλάτη-τοίχο μια θέση στον ήλιο του πολιτισμού κι εγώ.
Με την άκρη του ματιού μου, πιάνω κίνηση. Γυρίζω και βλέπω μια έφηβη, ντυμένη στ’ άσπρα, ρούχα γιορτινά, να χορεύει ανάμεσά μας ξυπόλυτη.
-Είναι η Λούλου, μου είπανε. Θα δούμε τη ζωή της σε δεύτερο σχεδίασμα.
Εγώ, να πω την αλήθεια, το λυπήθηκα τα κοριτσάκι. Έτσι,την επόμενη φορά που ξανάρθε χορεύοντας,πλατς-πλατς ξυπόλυτο πάνω στα μάρμαρα, τόλμησα να το συμβουλέψω να βάλει έστω μια παντόφλα δεν θα το παρεξηγούσα: “Λούλου, θα κρυώσεις έτσι όπως είσαι”
Το άγριο έως υποτιμητικό βλέμμα της μικρής μου έδωσε να καταλάβω, Α) Πάλι ήμουν σε λάθος τόπο και Β) Κακώς δεν της έχωσα ένα φούσκο μήπως και στρώσει για να μη καταλήξει στο καραπουταναριό που κατάντησε στην συνέχεια. Χέστηκα όμως, σάμπως μάνα ή μπαμπάς της ήμουν;
“Παρακαλώ”, ακούστηκε η φωνή της – μάλλον – σκηνοθέτριας, “η παράσταση έχει αρχίσει. Θα σας ταλαιπωρήσουμε λίγο,καθώς η παράσταση είναι προμενάντ. Περάστε.”
Το προμενάντ το κάναμε, αλλά οι γύφτουλες ένα γλειφιτζούρι, ένα μαλλί της γριάς για το ξεποδάριασμα δεν μου πήραν, για το συγνώμη για το παιδεμό που περάσαμε.
Κατεβήκαμε κάτι σκάλες. Ρημαδοκαθίσαμε στα καθίσματα.
Στη σκηνή 3-4 γκόμενες με κουστούμια της κακής τους ώρας, ένας θερισμένος απ’ την πείνα ξανθός με ένα τρύπιο σώβρακο, ένας με δερμάτινο παντελόνι 3 νούμερα μικρότερο να βλαστημάει τη ώρα που άλλαξε καριέρα από βόιδι σε ένδυμα πάνω στο κορμί του καλλιτέχνη. Ήταν επίσης ένας ψηλόλιγνος πιτσιρικάς κι ένας κουστουμαρισμένος, μανία κι αυτός, χωρίς παπούτσια χοντρός.
Όλοι τους είχαν κοινό παρονομαστή: μηδέν στο υποκριτικό ταλέντο. Η σκηνοθεσία επίσης βοήθησε απεριόριστα στην ανάδειξη του τίποτα, με εξαίρεση την κοκκινομάλλα που μιλούσε όπως ο Ντάφυ Ντακ.
Σκηνή πρώτη. Οι γυναίκες στη μια άκρη να κάνουν τα ακατάληπτα, ο χοντρός να κάθεται ανάμεσά μας, ο ξανθός να περπατάει γύρω-γύρω στους θεατές μουρμουρίζοντας, βρίζοντας δεν αντελήφθην το τετράποδο. Α! κι ο φέρελπις μικρός με μάσκα θαλάσσης και βατραχοπέδιλα.
Είχε κι άλλες σκηνές διότι εκείίίίίί, έμεινα ως το τέλος. Νόημα δεν θαρρώ να έβγαλε κανείς αφού όλο το μπουλούκι έλεγε τις ατάκες του ταυτοχρόνως. Της λαϊκής αγοράς γινόταν. Σα να μη έφτανε αυτό, να μα το Θεό, αργότερα βγήκε το ξανθό λείψανο με τηλεβόα,να ακούγεται πάνω από τους άλλους. Πάντως είχε και το καλό του το εύρημα, ξεμπερδέψαμε νωρίτερα.
Μας τσουβάλιαζαν αριστερά, δεξιά ολίγον και μετά πάλι αριστερά, σίγουρα λόγω ιδεολογίας. Γαμώ τα προμενάντια σου ντήαρ σκηνοθέτισσα μου. Στο πλαίσιο του διαδραστικού τραβολογούσαν και κάποιους από εμάς. Θεωρώ πως δεν ήταν καθαρή τύχη ότι δεν τόλμησαν να με πλησιάσουν, αφού η ηρωική μου ομπρέλα δεν είχε ευκαταφρόνητο ούτε βάρος, ούτε μήκος. Είχα βρει την σχετική ησυχία μου, σαν τον Ντάρθ Βέηντερ να κραδαίνει το σπαθί του χασκογελώντας αδιάντροπα. Δύο σεβάσμιες ηλικιωμένες που εξώκειλαν εκεί μαζί μας, προσπαθούσαν ευγενέστατα να διαολοστείλουν τον ξανθό, που τώρα φορούσε ένα δίχτυ πάνω από την βράκα του,την κουρελού.
Λίγο πριν το τέλος μας στρίμωξαν σε έναν διάδρομο. Μιλούσαν πάλι όλοι μαζί. Έκρυψα το μούτρο μου στον τοίχο και άρχισα να γελάω. Είχα απέναντι μου την σκηνοθέτη με ένα φακό ποδηλάτου στο χέρι έφεγγε στη μάπα την κοκκινομάλλα. Ήταν εκστασιασμένη! Στο πρόσωπό της είδα πως καταλάβαινε, όσα εγώ δεν σκάμπαζα. “Τσκ,τσκ, τί τέχνη πάλι έκανα!” μου φάνηκε πως διάβασα στο μάτι της.
Κοιτούσα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, όπως σκύλος μου που λόγω παντελούς έλλειψης ύψους τεντώνεται να δει έξω από το παρμπρίζ. Ευτυχώς να λες είχα κι εγώ ένα μπρελόκ-φακό. Με περηφάνεια άρχισα να κάνω και εγώ διάφορα αφηρημένα σχέδια στα πρόσωπα των συνμαρτύρων, απέναντί μου.
Από ότι κατάλαβα, όλοι του θιάσου, άντρες, γυναίκες και ο φακός παίζανε το ρόλο της Λούλου της μικρής πουτανίστριας. Εξαίφνης, η δίπλα σε μένα Λούλου πέθανε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά καλά έκανε. Τρέχει μια άλλη με κάτι τακούνες να την μοιρολογήσει, τραβάει μια γλύστρα στο μουσκεμένο πάτωμα – είπαμε έβρεχε ολόκληρο τον ορθόδοξο κλήρο έξω – και σωριάζεται στο πάτωμα. Πέφτοντας κοντά στην αδικογαμημένη Λούλου,χύθηκε σαν το γιαούρτι απάνωθε στο σακάκι του Νταλάρα, κάνοντας ακριβώς το ίδιο ήχο.
Οι υπόλοιπες Λουλούδες σαν να ξεράθηκαν όρθιες μάλλον.
Οταν έφυγα είχα μια τεράστια επιθυμία να ξαναδώ τον Πίκατσου και να κλείσω θέση στα Ζουζούνια the musical.