Το διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο γεννιέται ουσιαστικά μαζί με την περιβαλλοντική πολιτική κατά τη δεκαετία του 1960 όταν αρχίζουν να διατυπώνονται οι πρώτες επιστημονικές ανησυχίες για την κατάσταση του πλανήτη (π.χ. το βιβλίο της Rachel Carson, Silent Spring, 1962). Αυτή η ανησυχία οδηγεί στην ενεργοποίηση των πολιτών και ειδικά κατά τη δεκαετία του 1970 στην πολιτικοποίηση των περιβαλλοντικών θεμάτων με αποτέλεσμα να θεσπιστούν τα πρώτα εθνικά περιβαλλοντικά νομοθετικά μέτρα σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
Το 1972 η Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης για το Ανθρώπινο Περιβάλλον αποτελεί ορόσημο για την καθιέρωση του περιβάλλοντος στην πολιτική ατζέντα, καθώς διαπιστώνεται η ανάγκη παγκόσμιας προσέγγισης για την επίλυση των περιβαλλοντικών θεμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τη δεκαετία του 1970 υπογράφονται οι πρώτες διεθνείς περιβαλλοντικές συμβάσεις. (Σύμβαση Ραμσάρ 1971, Σύμβαση CITES 1973, Σύμβαση MARPOL 1973/78, κοκ).
Είκοσι χρόνια μετά τη διατύπωση των πρώτων επιστημονικών ανησυχιών για το περιβάλλον, η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίζεται από μαζική ενεργοποίηση πολιτών. Σημαντικό ρόλο στην ωρίμανση της περιβαλλοντικής συνείδησης έχουν κάποια γεγονότα-σοκ (π.χ. ατυχήματα Exxon-Valdez και Chernobyl) και η διατύπωση ακόμα πιο τεκμηριωμένων επιστημονικών μελετών (όπως για την επιρροή της όξινης βροχής στον μέλανα δρυμό ή την ύπαρξη τρύπας του όζοντος). Ως εκ τούτου, δημιουργείται αρκετή πίεση από την κοινή γνώμη για νέες πολιτικές και νομικές πρωτοβουλίες. Το περιβαλλοντικό δίκαιο εκσυγχρονίζεται και οι περισσότερες συμβάσεις έχουν την μορφή συνθήκης- πλαίσιο, που επιτρέπει την προσαρμογή των υποχρεώσεων ανάλογα με τα επιστημονικά δεδομένα και τη διαφοροποίηση τους ανάλογα με τις δυνατότητες του κάθε κράτους να τις εφαρμόσει.