“Θα γίνεις γεροπαράξενος αν συνεχίσεις έτσι.” Είχε δίκιο. Μια χαρά περνούσα μόνος. Τα παιδιά γεμίζουν κάθε διαθέσιμο κενό. “Ναι, αλλά όταν φύγουν;” Ο φίλος με κοίταξε σαν να είχε βάλει τρίποντο. Το συζητήσαμε λίγο ακόμα. Προσπαθούσε να με αγχώσει αρκετά ώστε να δεχτώ να βγω με την κοπέλα που μου πρότεινε αλλά όχι τόσο ώστε να του πω “όχι, το γυρνάω σε γκέι, πάω στο Άγιο Όρος και αυτοκτονώ.”
Μια χαρά ήταν. Σπουδαγμένη, όμορφη και συμπαθέστατη. Η φυσιολογία μου έγινε ξαφνικά εφηβική, παραλίγο να βγάλω και μπιμπίκια σαν να ήμουν δεκαπέντε χρονών. Όσο μιλάγαμε όλα καλά. Δυο φορές που ξεμείναμε από θέματα πήγα τουαλέτα. Ε, να τσεκάρω μην είχα βγάλει εκείνα τα μπιμπίκια. Και να σκουπίσω τον ιδρώτα.
Ευτυχώς άντεξα και τα δυο time out τουαλέτας και πέρασε και το επιδόρπιο. Μπήκαμε στο αμάξι να φύγουμε. Καθώς έκλεινα την πόρτα της ως ευγενικός συνοδός άρχισα να αγχώνομαι. Μήπως θεωρήσει ότι της την πέφτω; Μήπως μου πει να βγούμε για ποτό; Έβαλα μπρος και κατευθύνθηκα αποφασιστικά για το σπίτι της. Ελπίζω να μην μιλήσει, Θεέ μου να μη μιλήσει, μην πει να κάνουμε κάτι άλλο….
Αν έλεγε, δεν θα μπορούσα να αρνηθώ. Κι αν βγαίναμε για ποτό δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε. Με αυτές τις δυνατές τις μουσικές μόνο να πίνεις, να καπνίζεις ή να μπαλαμουτιάζεις μπορείς. Ε, θα με φίλαγε. Και μετά θα ήθελε δέσμευση.
Την κοίταξα στα κλεφτά. Ευτυχώς δεν με είδε. Γιατί θα πιανόταν από ότι κι αν έλεγα. Επιτάχυνα. Το αυτοκίνητο άρχισε να κάνει θόρυβο γιατί δεν είχε βάλει ακόμα την ζώνη της. Έσκυψα προς το μέρος της. Αυτή νόμιζε θα την φιλήσω, έκλεισε τα μάτια.
Άνοιξα την πόρτα και την έσπρωξα δυνατά. Δεν είχα μεγάλη ταχύτητα, νομίζω θα είναι εντάξει, έπεσε κάπως πλάγια στην άσφαλτο. Την είδα από τον καθρέφτη να σηκώνεται. Ούτε κωλοδάχτυλο μου έκανε, ούτε μούτζα ούτε τίποτα. Εντυπωσιακή αντοχή.
Ρε μπας και τελικά ήταν γυναίκα για σπίτι;