Κόλλησε το πρόσωπο της στο παράθυρο και παρακολουθούσε τις χοντρές σταγόνες βροχής που έπεφταν οργισμένες στο χώμα.
Το Φθινόπωρο διεκδικούσε επιτακτικά τη θέση του στην γκρίζα πόλη.
Στην ψυχή της όμως είχε εισβάλει για τα καλά ο χειμώνας.
Άραγε πόσος καιρός είχε περάσει;
Οι βδομάδες, οι μέρες, οι ώρες, τα λεπτά μπλέκονταν στο μυαλό της σ’ένα μπερδεμένο συνονθύλευμα σκέψεων και αναμνήσεων.
Δεν ήταν σίγουρη αν όλα όσα είχαν συμβεί ήταν ανάμνηση ή επινόηση ενός ταλαιπωρημένου μυαλού που πάλευε εναγωνίως να νικήσει ένα ατέρμονο αδιέξοδο.
Πονούσε μέσα της, πονούσε πολύ.
Κάθε χαμόγελο της έμοιαζε με μορφασμό πόνου.
Πονούσε όταν έκλεινε τα μάτια της να κοιμηθεί. Ένιωθε σαν να της διαμέλιζαν τη ψυχή και να την σκορπούσαν σε χιλιάδες κομμάτια.
Πονούσε ακόμη κι όταν έβλεπε εκείνο τον ηλικιωμένο άντρα στο πάρκο να διαβάζει με το θλιμμένο του βλέμμα την ίδια εφημερίδα.
Το ίδιο προκαλούσε και η δική της παρουσία σ’εκείνον.
Κι ας μην είχαν μιλήσει ποτέ.
Τίποτα δεν φέρνει τόσο κοντά τους ανθρώπους όσο μια θλιμμένη, απατηλή συνεννόηση .
Αυτή η ατμόσφαιρα γαλήνιας αλληλοκατανόησης που αποκοιμίζει κάθε είδους φόβο και συστολή και που την αισθάνονται όλες οι ψυχές
Ποτέ δεν της έφτανε να απευθύνεται στη λογική, ήθελε πάντα ν’αγγίζει τα συναισθήματα.
Κι αυτό το είχε ήδη πληρώσει ακριβά.
Δεν ήταν ο χωρισμός τους που την είχε πονέσει. Αυτόν τον είχε ήδη ξεπεράσει πριν ακόμη συμβεί.
Είχε διαισθανθεί το προμήνυμα θανάτου χρόνια πριν και το είχε αποδεχτεί.
Το ίδιο στωικά και ήρεμα όπως υποδεχόταν κάθε τέλος.
Ήταν αυτό το μούδιασμα της ψυχής που παρέλυε κάθε μέλος του σώματος της κι εμπόδιζε την αναπνοή της, που δεν άντεχε να βιώνει πλέον.
Εκείνο το συνεχές πλάκωμα στο στήθος και τη μόνιμη θολή σκιά στο βλέμμα της που την εμπόδιζε, να κοιτάξει, ν’αφουγκραστεί, ν΄’απολαύσει.
«Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι αλλά ο δαίμονας που κουβαλάμε μέσα μας, καλέ μου Σαρτρ», μονολόγησε κοιτάζοντας τις τελευταίες ψιχάλες βροχής που έπεφταν μελαγχολικά στο έδαφος.
Ξαφνικά μια λάμψη φώτισε το βλέμμα της.
Χωρίς να το σκεφτεί άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω.
Κοίταξε ψηλά στον θολό γκρίζο ουρανό και αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι που έπαιζε μικρή όταν κάτι την απασχολούσε.
«Αν αυτό το βάρος που νιώθω μέσα στη ψυχή μου θα συνεχίσει να βρίσκεται εκεί, μείνε όπως είσαι. Σκοτείνιασε κι άλλο και ρίξε κι άλλη βροχή. Αν θα φύγει, δώσε μου ένα σημάδι. Ένα τόσο δα μικρό σημάδι.»
Δύο λευκές πεταλούδες έκαναν κύκλους γύρω από το κεφάλι της και η μια άγγιξε απαλά το χέρι της.
Με δάκρυα στα μάτια έστρεψε ξανά το βλέμμα προς τον ουρανό, που τώρα ήταν πιο φωτεινός.
«Αυτό το σημάδι χρειαζόμουν μόνο. Σ’ευχαριστώ.», είπε και μπήκε ξανά μέσα στο σπίτι.
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και άγγιξε απαλά το είδωλο της με τα ακροδάχτυλα της.
«Και τώρα οι δυο μας κορίτσι μου. Η δύναμη είναι μέσα σου. Καιρός να υψώσεις το ανάστημα σου να πάρεις το τιμόνι της ζωής στα χέρια σου. Προσπάθησε ν’αναπληρώσεις όλο το χαμένο χρόνο».
Για πρώτη φορά το χαμόγελο της ήταν γνήσιο, αληθινό και πηγαίο και τα μάτια της είχαν αποκτήσει ξανά το παλιό σπινθηροβόλο βλέμμα τους.
Φεύγοντας είδε το είδωλο της στον καθρέφτη να της κλείνει συνωμοτικά το μάτι.
Έτσι θα το έκλεινε κι αυτή στις προκλήσεις της ζωής.
Ένα κλικ του μυαλού είναι άλλωστε όλα.