Ήταν Απρίλης όταν έφυγες.
Ποτέ δεν συμπάθησες αυτό τον μήνα.
«Απρίλη θα φύγω”, μου έλεγες. “Το έχω δει στον ύπνο μου.»
Προσπαθούσα να σε καθησυχάσω και γελούσα με τους φόβους σου, όμως εσύ έτρεμες κάθε Απρίλη που περνούσε και ηρεμούσες μόνο όταν έφευγε.
Εκείνος ο Απρίλης του 2007 δεν ήταν σαν όλους τους άλλους.
Θυμάμαι πως ήρθα να σε δω και όταν έφυγα με κράτησες σφιχτά από το χέρι.
«Πότε θα ξανάρθεις;», με ρώτησες.
«Την άλλη βδομάδα γιαγιά. Αυτήν θα λείπω ταξίδι.», σου απάντησα.
Τότε γύρισες και με κοίταξες με εκείνο το βαθύ, πονεμένο βλέμμα σου που ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω.
«Το Σάββατο εγώ δεν θα είμαι πια εδώ. Θα πάω μακριά. Κλείσε το παράθυρο. Κρυώνω.», μου είπες και το βλέμμα σου πλανήθηκε στον ουρανό.
Εκείνη τη μέρα δεν γέλασα όπως τις προηγούμενες φορές.
Ένας κόμπος στο στήθος με είχε καθηλώσει και απέμεινα να σε κοιτώ με απορία ανάμικτη με παράπονο.
Την επόμενη μέρα ξέχασα το περιστατικό.
Ανέκαθεν είχα ανεπτυγμένο ένα μηχανισμό άμυνας που απωθούσε κάθε αρνητική σκέψη.
Ίσως επειδή είμαι ανίκανη να τη διαχειριστώ.
Ο φόβος με παραλύει, με κάνει να νιώθω εντελώς ανίσχυρη.
Την Παρασκευή είχα φύγει για ταξίδι και το βράδυ οι εφιάλτες δεν με άφησαν να κοιμηθώ.
Ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου ο ήχος του τηλεφώνου εκείνο το Σάββατο στις εννέα και δέκα το πρωί.
Στην άλλη άκρη του ακουστικού ήταν η μητέρα μου.
«Άρια, πρέπει να γυρίσεις. Η γιαγιά σου είναι στο νοσοκομείο.»
Θυμάμαι πως το τηλέφωνο γλίστρησε μέσα από τα δάχτυλα μου.
Ήξερα πως δεν θα σε έβλεπα ποτέ ξανά.
Ανακάλεσα στη μνήμη μου τη μορφή σου όπως την είχα δει την τελευταία φορά που σε είδα.
Ακούγεται παράλογο αλλά ήταν αδύνατο να θυμηθώ τα χαρακτηριστικά σου.
Ο πόνος κοφτερός σαν μαχαίρι διαμέλιζε αργά και βασανιστικά τη μνήμη μου.
Εκείνο το βράδυ έφυγες αθόρυβα όπως αθόρυβη ήταν και η ζωή σου.
Το κενό που δημιούργησε η απουσία σου μέσα μου ποτέ δεν έφυγε.
Ξέρω πως πάντα θα ναι εκεί να μου θυμίζει εσένα και όλα όσα δεν πρόλαβα να σου πω επειδή ποτέ δεν έβρισκα χρόνο.
Μα ο χρόνος είναι απροσδιόριστος, μυστήριος και άπιαστος.
Ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια μας όταν εμείς τον επικαλούμαστε επειδή τον χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ.
Εκείνος μας βγάζει τη γλώσσα κοροιδευτικά σαν να μας εκδικείται.
Μας εκδικείται επειδή περνάμε τον καιρό μας κυνηγώντας αυτό που μας λείπει και ξεχνάμε αυτό που έχουμε, μέχρι που μια μέρα δεν το έχουμε πια.
Τώρα εγώ δεν σ’έχω πια εδώ για να σου πω πόσο πολύ σε χρειάζομαι και πόσο μου λείπεις.
Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να σου πω πόσο πολύ σ’αγαπώ.