Η πατρίδα μου είναι μικρή. Και μοιρασμένη. Με άγριο τρόπο χωρισμένη στη μέση. Όχι αναίμακτα. Το εθνικό καίει. Αποκαΐδια που παίρνουν μ’ ένα φύσημα τ’ αγέρα. Κι ανάβει πάλι μια φωτιά. Κι ύστερα ήρθε και το χρηματοοικονομικό. Και όλα έγιναν ένα ηφαίστειο που κοιμίζει τη λάβα του…
Ο τόπος ερημώνει. Τα παιδιά εγκαταλείπουν τα γενέθλια σουλατσαρίσματα και αποχαιρετάνε το σύστημα καταστρατήγησης της παράδοσής μας. Και η φυγή τους είναι συνώνυμη με το μακριά. Γιατί το κοντινό μας είναι χειρότερο από το εδώ. Χώρες μουσουλμανικές, ποιότητες χαλασμένες, νοοτροπίες σκουριασμένες.
Η Βαλεντίνα, παλιά μαθήτριά μου, με άριστες επιδόσεις και δυνατές σπουδές στο Λονδίνο, βρήκε δουλειά στο “εδώ κοντά”. Στο Ντουμπάι, μια φτιαχτή πολυτέλεια όπου το φυσικό τηρεί αποχή και όπου και η ευγένεια ακόμα είναι αμαρτία. Ξαφνικά η ζωή της μπήκε μέσα σ΄ ένα “αλλιώς”. Γέμισε απαγορεύσεις. Είχε πάει εκεί ακολουθώντας το αγόρι της, που’ χε πάρει θέση σε μια μεγάλη εταιρία. Αλλά βρέθηκαν στη σκιά ενός τοίχου από εκπλήξεις. Δεν μπορείς να κρατάς χεράκι μέσα στους δρόμους, για φιλί, μπορεί να φυλακιστείς. Να μην τρως δημόσια κατά την περίοδο του Ραμαζανιού, ούτε μπάνιο μην πεις ότι έκανες, θα τους προσβάλεις. Και μέσα σ’ όλα τα αποκλίνοντα της ανθρώπινης φύσης, έρχεται και η συμπεριφορά των ντόπιων απέναντι στους ξένους. Που βέβαια ξεχωρίζουν αμέσως αυτοί οι άλλοι, που εισέβαλαν στην χώρα τους για να δουλέψουν, τα φτωχαδάκια της Ευρώπης. Θα σε κατηγορήσουν ό,τι κι αν γίνει, χωρίς να φταις, επειδή είσαι αλλοδαπός. Και στα ταμεία των χρυσαφένιων καταστημάτων τους, δεν πειράζει που περίμενες τόση ώρα στην ουρά, αν εμφανιστεί κάποιος ντόπιος, θα περάσει καμαρωτός με την κελεμπία του, από μπροστά σου και η υπάλληλος θα σκιστεί να τον εξυπηρετήσει, επειδή είναι δικός τους. Χωρίς βέβαια κανείς να νιώσει την ανάγκη για μια συγνώμη ή να απολογηθεί για κάτι απρεπές.
Η τερατωδία της μετανάστευσης βρίσκεται εκεί που νιώθεις ανεπιθύμητος, εκεί που σε μειώνουν για να κάνουν τη φιγούρα τους, εκεί που η ζωή σου γίνεται ένας άσκοπος κύκλος.
Η Βαλεντίνα με το αγόρι της γύρισαν πίσω. Στην μικρή και μοιρασμένη πατρίδα. Δεν αντέχεται άλλο, αυτό που λένε ζωή εκεί. Η ματαιοδοξία σε όλο της το μεγαλείο. Πού να βρεθείς με την ελευθερία; Μικραίνει η χαρά όταν δεν την καλλιεργείς… Εκεί που νόμισαν ότι η τύχη τους καλόπιασε, τους είχε αγριομιλήσει. Η εταιρία έστειλε το αγόρι της σε άλλη πόλη, αναγκαστική μετάθεση, για να μην προκαλούν τη… δημόσια αιδώ! Η ίδια, μετά τη δουλειά, έμενε κλειδωμένη μέσα στο σπίτι, γιατί το να κυκλοφορεί έξω μόνη της, δεν ήταν κάτι εφικτό.
Σε μια χώρα όπου οι οικειότητες δεν αφήνονται να δημιουργηθούν και το περιβάλλον είναι πληκτικό ως εχθρικό, τι να κάνεις στο κορύφωμα της δημιουργικότητάς σου; Νιάτα ατσαλάκωτα, που η μικρή και μοιρασμένη πατρίδα, δεν έχει τι να τα κάνει. Τα γερά βιογραφικά ούτε σαν σημάδι που να δείχνει κάποια διέξοδο. Καναρίνια που κοντεύουν να βουβαθούν, ενώ άλλοτε κέρδιζαν τους επαίνους για το γλυκό τους τραγούδι, τα σημερινά παιδιά ασφυκτιούν, καθώς πέρασαν μια ζωή πάνω από ένα βιβλίο, μοχθώντας για ένα όνειρο. Η αβεβαιότητα χλευάζει κι ένα πνιγηρό συναίσθημα τους κυριεύει για το ανούσιο της ζωής. ΄Οπου κι αν φυτρώσει η ορμή, μαραίνεται, καθώς την ποτίζουν μεταδοτική θλίψη, κι εκείνο το χιλιοειπωμένο “κάτι θα βρεις”, σαν βροχούλα μελαγχολική ακούγεται. Η πατρίδα θυμίζει την ιστορία εκείνου που πέφτει από έναν ουρανοξύστη και ενώ βρίσκεται κάπου στη μέση, γυρίζει και λέει: “Α, ωραία, έχω ακόμα αρκετούς ορόφους, ώσπου να τσακιστώ…”
Ωστόσο, αυτό που μπορεί να δώσει πια στα παιδιά της η μικρή και μοιρασμένη πατρίδα, είναι μια ευχή. Σαν το νερό που σπάει τα φράγματα, φιλήστε τους δικούς σας και πάτε γι’ αλλού. Το ξερό αίμα στις πληγές του νησιού, αντιπαρατίθεται στη διαύγεια των λαμπερών μυαλών της νεολαίας του…
Τον περασμένο μήνα, μια ομιχλώδης Πέμπτη ήταν, η Βαλεντίνα με επισκέφτηκε. Μου κρατούσε ένα δώρο. Μια πανέμορφη καρφίτσα. Ένα κόκκινο πλατανόφυλλο. Από τον Καναδά… “Δεν είναι ακριβώς από πλάτανο, σφενδάμι λέγεται το δέντρο αυτό που το φθινόπωρο γίνεται πορτοκαλί ως λαμπερό πορφυρό… Αυτό το φύλλο θα μάθουν να ζωγραφίζουν τα παιδιά μας στο σχολείο. Αυτή θα γίνει η σημαία τους στο εξής… Το κόκκινο φύλλο του Καναδά…” Δε φεύγουν μόνο οι νέοι μας από τον τόπο. Χάνονται και οι επόμενες γενιές, τα ονόματα που θα προσθεθούν στο γενεαλογικό δέντρο της οικογενείας.
Η πατρίδα μου είναι μικρή, μοιρασμένη και με παγωμένη καρδιά. Ο ήλιος της, τα βράχια, οι αμμουδιές, τα δάση, οι κάμποι, τα αμπέλια, οι ελιές, τα πουλιά, όλες της οι χάρες, συρρικνώθηκαν μέσα σ’ ένα πλατανόφυλλο… Γιατί κανείς δεν μπορεί να μείνει χωρίς πατρίδα. Χρειάζεσαι ένα μέρος να σου ζεσταίνει το αίμα, να νιώθεις ότι ανήκεις κάπου. Έστω κι αν αυτό το κάπου, βρίσκεται στην πιο μακρινή γη, όπου τίποτε δε θυμίζει τη μικρή σου πατρίδα. Και επειδή η φύση του ανθρώπου δεν αλλάζει, τα αναπόδραστα τα προσπερνά όταν θέλει κανείς να μάθει την τέχνη της ζωής και να γευτεί την αίσθηση του χτισίματος μιας φωλιάς.
Την ώρα που αποχαιρετούσα την παλιά μου μαθήτρια, πρόσεξα ότι φορούσε μια καρφίτσα στο πέτο της. Ήταν το σχήμα της μικρής μας πατρίδας, πορτοκαλί που πάει να γίνει κίτρινο, με δυο πράσινα κλαδιά ελιάς στο κάτω μέρος… “Τι όμορφη καρφίτσα!”, είπα καθώς της ακουμπούσα ένα φιλί στο μάγουλο…