Στα δεκατρία της ξεκίνησε να δουλεύει… Στα πορνεία της πόλης, στην πρώην τουρκογειτονιά “τα Κεσουγλούδια”, από το όνομα του ιδιοκτήτη Κιοσέογλου, ο οποίος είχε αγοράσει όλα τα χωράφια της περιοχής, επιβάλλοντας το άβατο για τους Έλληνες στην απομονωμένη γειτονιά του… Όταν άλλαξαν οι καιροί, (και οι κατακτητές), και τη θέση των Τούρκων πήραν οι Άγγλοι, και οι Χριστιανοί δε φοβόντουσαν πια να περάσουν από εκεί χωρίς να τους λιθοβολήσουν, η πλατεία γύρω γύρω γέμισε με καφέ σαντάν, θέατρα, οίκους ανοχής, αποκτώντας και ένα καινούριο όνομα: Πλατεία Ηρώων… Επειδή φτιάχτηκε στη μέση το μνημείο για τους ήρωες του 1940.
Η Μαργαρίτα έγινε, εκεί κάπου στη δεκαετία του πενήντα, μια ιερόδουλη, “γραμμένη” όπως τις αποκαλούσαν τότε, επειδή ήταν δηλωμένες στην αστυνομία, γραμμένες στα κιτάπια της αποικιοκρατίας… Της άλλαξαν και το όνομα, καθώς οι περισσότερες χορεύτριες και σιαντέζες ήταν Ευρωπαίες ή Τουρκάλες. Το ελληνικό όνομα δεν ταίριαζε σε “τοιαύτας γυναίκας” και της το έκαναν Νταίζη, από την μετάφραση στην αγγλική… Της έβαλαν και μια γύψινη μαργαρίτα, δίπλα από την πόρτα της, όπου έγραφε με όμορφα γράμματα το καινούριο της όνομα…
Έμενε σε ένα πλίνθινο σπιτάκι, ένα δωμάτιο άθλιο όλο κι όλο, επί της οδού Αγίου Ανδρέου, τον πλέον εμπορικό δρόμο της πόλης.
Τη Μαργαρίτα τη μεγάλωσε η μάνα της, μια γυναίκα με περίεργα φερσίματα, που μόλις ανακοίνωσε στον πατέρα του παιδιού, ότι η κοιλιά της πρήστηκε και ότι θα πρέπει να βάλουν στεφάνι, εκείνος έφυγε στην Αγγλία και δεν έστειλε ποτέ ούτε δυο λέξεις… Η μάνα της σχεδόν αποτρελάθηκε… Γυρνούσε όλη μέρα τα σπίτια του κόσμου και επινοούσε διάφορα, ώστε να εξασφαλίσει κάτι φαγώσιμο. Τη μια έλεγε ότι ξέχασε το πορτοφόλι της για να πάει στον μπακάλη κι εκείνος αρνείται να της κάνει βερεσέ, μήπως σας βρίσκεται καμιά οκά αλεύρι; Την άλλη ορκιζόταν ότι δεν είχε ούτε ένα αυγό το μπακάλικο σήμερα, μήπως να μου δίνατε εσείς που έχετε κότες; Μια φορά που ήρθε στο δικό μας σπίτι, ζήτησε ρεβίθια για να φτιάξει χούμους και η μαμά μου της έδωσε όλα όσα είχαμε. Φεύγοντας θυμήθηκε ότι πονούσε το δόντι της και της παράγγειλαν να βάλει ούζο για να μεθύσει τα ούλα της… Και βέβαια η μαμά μου της χάρισε την μπουκάλα ολόκληρη μαζί με λίγο… μεζέ. “Μην το πιει ξεροσφύρι και την πειράξει”, μας έκανε γελώντας με την κουτοπονηριά της άλλης…
Η Μαργαρίτα δεν πήγε σχολείο. Έμενε στο σπίτι μόνη της, ώσπου να βραδιάσει και να γυρίσει η μάνα της με τα “πράματα”. Αλλά εκεί που περίμενε να της δώσει κάτι να φάει, εκείνη τα έφτιαχνε για τον εαυτό της, θεωρώντας ότι “εσύ έχεις καιρό να τρως, εγώ θα πεθάνω σε λίγα χρόνια…” Και η Μαργαρίτα άρπαζε δειλά κάτι από τα καλούδια και τα φαγητά, να γεμίσει το παντοτινά άδειο στομαχάκι της…
Ώσπου βρέθηκε εκείνος ο “καλός κύριος” και την πήρε μαζί του. Ένα βάρος έφυγε από τις πλάτες της μάνας της. Εκεί θα σε ταΐζουν, εγώ δε δύναμαι, να δεις και πώς είναι η ζωή…
Απέναντι από το σπιτάκι της, ήταν ένα κατάστημα που πούλαγε παπούτσια. Το μεγαλύτερο της Αγίου Ανδρέου και της πόλης ολάκερης. Από εκεί ψώνιζαν οι Εγγλέζες τις δίχρωμες γόβες της μόδας, εκεί παράγγελναν οι αξιωματικοί της Αγγλοκρατίας τις χειροποίητες μπότες τους… Μια μέρα η Νταίζη, που και η ίδια είχε πια ξεχάσει το ελληνικό της όνομα, είδε στη βιτρίνα ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια. Πανέμορφα, γυαλιστά να λάμπουν, μα πώς γίνεται να είναι τόσο εκθαμβωτικά τα παπούτσια;.. Τώρα τελευταία, εκτός από το μαύρο και καφέ, μοναδικά χρώματα για υποδήματα του καθωσπρεπισμού εδώ και αιώνες, βγάλανε και άλλα χρώματα, όπως το μπλε, το ιβουάρ, το μπεζ και το… κόκκινο. Πρώτη φορά έβλεπε κόκκινες γόβες…
Πήγε να τις αγοράσει, αλλά ο ιδιοκτήτης της αρνήθηκε, διώχνοντάς την σαν το ψωριάρικο σκυλί… Κι αν τολμήσεις να βάλεις εσύ αυτά τα παπούτσια, επειδή έχεις λεφτά, ποιος σύζυγος θα αφήσει τη γυναίκα του να φορέσει τα ίδια με μια πόρνη; Καμιά δε θα τα αγοράζει…
Η Νταίζη έφυγε κλαίγοντας, αλλά εκείνα τα παπούτσια τα ήθελε οπωσδήποτε… Δε δικαιούται κι αυτή μερίδιο στο κόκκινο χρώμα της χαράς; Ή μήπως όταν τα φτιάχνανε, είπανε πως απαγορεύεται στις ιερόδουλες να τα φορούν; Σαν πληγωμένο θηρίο, έδρασε αυτόματα, χωρίς δεύτερη σκέψη… Πήγε τη νύχτα, όταν όλη η πόλη κοιμόταν στα σεβαστά κρεβάτια, σφόδρα απέχοντα από το δικό της, και έσπασε τη βιτρίνα. Έβαλε στη θέση του κόκκινου ζευγαριού το αντίστοιχο ποσό που αναγραφόταν στο καρτελάκι. Και την άλλη μέρα το πρωί, τα φόρεσε και κάθισε στον ήλιο, να λαμπιρίζουν και να αγαλλιάζεται η ψυχή της…
Η αστυνομία που ήρθε να τη συλλάβει, είχε ένα κενό. Δεν ήταν ακριβώς κλοπή, αφού τα πλήρωσε… Της συνέστησαν μόνο να τα φορά τις νύχτες με τους γλεντζέδες του μουσικοχορευτικού καμπαρέ, να μην τη βλέπουν γυναίκες που να αποφεύγουν να αγοράσουν τα ίδια. Εκείνη δέχτηκε…
Μα ένα πρωί λουσμένο στο φως, της 25ης Μαρτίου, μια Πέμπτη ήταν, της ήρθε να τα βάλει, λόγω της εθνικής γιορτής… Και της Παναγίας! Αυτή τουλάχιστον θα της το συγχωρούσε….
“Μαμά, κοίτα, η τρελή φορεί τα ίδια παπούτσια με τα δικά σου…” Η κυρία κοκκίνισε δέκα φορές (γιατί τώρα θα το μαθαίνανε και οι πέτρες) και καθώς περνούσαν από δίπλα της, η Νταίζη φώναξε: “Τρελή είναι η μάνα σου ρε, σκατομπάσταρδο…”
Ο σύζυγος, σαν σίφουνας άρπαξε την Νταίζη από τα όμορφα πλούσια μαλλιά της, πέταξε κάτω τις γιρλάντες με τους φιόγκους και τα τούλια, και της όρμησε κτυπώντας το κεφάλι της στο μαρμάρινο πεζούλι του παραθύρου, βαρώντας άγρια σαν να έσπαγε καρύδι… Τα κολιέ της κόπηκαν και οι χάντρες κύλησαν φοβισμένες και σκόρπισαν στο δρόμο του αγίου μας… Τριανταφυλλένιες και άσπρες έγιναν βρώμικες και ανήθικες… Οι γροθιές έκαναν αγνώριστο το φιλντισένιο προσωπάκι της Νταίζη… Οι τέσσερις κόκκινες γόβες, ολόιδες, μπερδεύτηκαν… Οι “αμόλυντες” και οι “λασπωμένες”, οι “σοβαρές” και οι “άτακτες”…. Η Νταίζη έγειρε κάτω λιπόθυμη. Τα αίματα που έπεσαν πάνω στα παπούτσια της, είχαν το ίδιο χρώμα, το χρώμα της ντροπής, της βαθιάς αισχύνης, της τέλειας ταπείνωσης… Την μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου ξεψύχησε… Φορώντας τα κόκκινα παπούτσια έφυγε από τούτο τον κόσμο, τον πιτσιλισμένο από ταμπού…
Μόνο πριν πεθάνει, είχε προλάβει να πει: “… Μαργαρίτα με λένε… Και η μάνα μου με αγαπούσε πολύ… Αλλά δεν το ήξερε…”