Ο πατέρας του είχε φύγει για την Αμερική εδώ και κάμποσα χρόνια και μεγάλωνε μόνος του με τη μαμά του. Τους είχε στείλει μια καρτ ποστάλ από την Αμβέρσα, απ’ όπου θα ξεκινούσε με το καράβι για το μεγάλο ταξίδι, μια κάρτα που βαστούσε πολλά δάκρυα κι ένα αντίο… Δεν ξαναγύρισε ποτέ, ούτε έμαθαν κάτι για εκείνον. Σαν να εξαφανίστηκε από τη γη, η ψυχή του λες έγινε άφαντη. Και η ζωή του Μάκη ταμπουρώθηκε μέσα στην απατηλή λαχτάρα για ένα συναπάντημα. Ζούσε θεριεύοντας την ψευδαίσθηση ότι ο μπαμπάς του έμεινε στο Βέλγιο, αφού εκεί ήταν η τελευταία ένδειξη της ύπαρξής του και μετά χάθηκαν τα ίχνη του, λες και τα πήρε ένας άνεμος ξεκουρντισμένος…
Σ’ όλους έλεγε ότι μόλις ο πατέρας του καταφέρει να φτάσει στη Νέα Υόρκη, θα τους στείλει τα εισιτήρια για να πάνε να τον βρούνε. Αμέτρητα χρόνια έφυγαν και ο Μάκης περίμενε πάντα. Μέχρι που η μαμά του ξαναπαντρεύτηκε, αφού είχε περάσει το όριο που της επέτρεπαν οι παπάδες και η αστυνομία για να παραμείνει με απολιθωμένη καρδιά, μήπως και φανεί σαν φάντης μπαστούνης ο άλλος.
Ο Μάκης έγινε ένα ατίθασο παιδί, που του άρεσε να τριγυρνά ελεύθερος εδώ κι εκεί σαν κότσιφας… Πανέξυπνος και διαβολάκος, αλλά το σχολείο το βαριόταν αφάνταστα θεωρώντάς το χαμένο χρόνο… ΄Επαιζε στις αλάνες και ήταν πρώτος στις σκανδαλιές.
Η πιο έξυπνη και ευφάνταστη επινόησή του, που μας είχε κάνει όλους να τον παραδεχτούμε, ήταν το φίδι.
Εγώ όχι μόνο σιχαινόμουν τα φίδια, αλλά τα μισούσα, καθώς τα είχα συνδέσει με τις δυστυχίες του κόσμου. Τα θεωρούσα υπεύθυνα για τις ξερές καρδιές που αφήνουν στο πέρασμά τους, από τότε που έγινε εκείνο το κακό στο χωριό του μπαμπά μου… Μια νεαρή μαμά, ένα κρύο πρωί του χειμώνα, έβαλε το τσαγερό στη φωτιά, να ζεστάνει νερό για να φτιάξει τσάι στα τρία της παιδάκια που τουρτούριζαν. Πήρε τα φλιτζάνια και σέρβιρε. Τα παιδιά μόλις ήπιαν το ζεστό πρωινό ρόφημα, έπεσαν αμέσως και πέθαναν… Και τα τρία… Η γυναίκα τρελάθηκε. Και με τρόμο ψυχής άνοιξε το τσαγερό… Ήταν μέσα ένα φίδι! Βρασμένο… Είχε βάλει νερό η κακομοίρα, φέρνοντας το στόμιο στη βρύση, χωρίς να βγάλει το καπάκι και δεν είχε δει που’ χε τρυπώσει μέσα ένα διψασμένο φίδι.
Τότε θυμάμαι ότι πετάξαμε τα τσαγερά, γιατί βαρεθήκαμε να τα ελέγχουμε κάθε φορά, μην τυχόν και υπήρχε κάτι μέσα. Μετά το χαμό των τριών μικρών παιδιών και της μάνας που πέθανε σε λίγο καιρό από το μαράζι της, τα φίδια για μένα έγιναν όντα κακούργα και άχρηστα. Ο Μάκης όμως επέμενε ότι είναι εντελώς άκακα και πάσκιζε να με κάνει να τα αγαπώ κιόλας ως εναρμονισμένα με το οικοσύστημα και ως ικανά να επιζήσουν για έξι μήνες χωρίς τροφή. Έλεγε ακόμα πως όταν ερωτεύονται, χορεύουν όρθια για να δοξάσουν το Θεό για τη χαρά που νιώθουν.
Για να με πείσει στις ακούνητες ιδέες του, μου τόνιζε ότι οι Εγγλέζοι τα σέβονται, αυτά τα μαυριδερά και αγριωπά ερπετά και τα προσέχουν. Αφού τόσο καιρό που στήνεται κρυμμένος στα αυλάκια, σέρνοντας το φίδι του, ποτέ δεν το πατούν με τ’ αμάξι τους, παρά το περιμένουν με υπομονή ώσπου να διασταυρώσει το δρόμο. Μόνο οι δικοί μας, όχι μόνο το “σκοτώνουν”, αλλά βάζουν και την όπισθεν, για να είναι βέβαιοι ότι το πέτυχαν οι τροχοί τους…
Είχε πάρει ένα ψεύτικο φίδι, απ’ αυτά τα πλαστικά που πουλούσαν στα πανηγύρια και έδεσε το κεφάλι του με ένα σπάγκο μακρύ. Κρυβόταν στην απέναντι άκρη του δρόμου, στο χαντάκι και περίμενε, κρατώντας το κουβάρι. Μόλις φαινόταν κάποιο αμάξι, τράβαγε αργά αργά τον σπάγκο και το φίδι σερνόταν μέσα στο δρόμο. Είχε διαλέξει να το κάνει αυτό στην περιοχή Lady’s Mile, δίπλα από την απέραντή μας θάλασσα. Ήταν ένα παρθένο μέρος, μια Αλυκή με μοναδικό υγροβιότοπο για τα φλαμίνγκο και άλλα πουλιά που μετανάστευαν εκεί για να διαχειμάζουν… Ένα απίστευτο τοπίο μέσα στις βάσεις των Εγγλέζων. Μαζεύονταν κάμποσα αγόρια και έσκαγαν στα γέλια που ανάγκαζαν τα αυτοκίνητα των Άγγλων να σταματούν για να περάσει το ερπετό.
Με τον καιρό μαθεύτηκε ότι εκεί στους αμμόλοφους , κάποια φίδια, φιλικά ως φαίνεται προς το ανθρώπινο είδος (που το εκπροσωπούσε ο Μάκης), βγαίνουν στο χωματόδρομο που οδηγεί στη θάλασσα και διασταυρώνουν με περίεργο τρόπο, χωρίς το γνωστό βιαστικό σύρσιμο σε σχήμα τελικού σίγμα, αλλά σε ευθεία, σαν να μη φοβούνται, παρά έρπουν αργά λες και βολτάρουν αψηφώντας ό,τι θα μπορούσε να τα λαβώσει.
Οι Εγγλέζοι έκαναν έρευνα για το θέμα και κάλεσαν ειδικούς φυσιοδίφες από την Αγγλία για να μελετήσουν το περιβάλλον εκεί με τα φίδια που’ χαν τόσο περίεργη συμπεριφορά. Μάθαμε ότι ήρθε και ένα γκρουπ, μια επιστημονική αποστολή, από ένα πανεπιστήμιο της Ολλανδίας, για να βγάλουν εννιά λογιών συμπεράσματα περί της αξιόλογης πανίδας μας… Κάποιοι ντόπιοι θρήσκοι αποφάνθηκαν ότι ήταν θαύμα του Αγίου Νικολάου, ένα ξωκλήσι εκεί κοντά, που έβαλε κάτι μαγικό κάτω από την πέτσα των ολόμαυρων γυαλιστερών ερπετών.
Ο κόσμος δεν μπορούσε να φανταστεί ότι επρόκειτο για ένα και μόνο φίδι, και μάλιστα πλαστικό. Νόμιζαν ότι ήταν αγέλη ολόκληρη. Πίσω από τα κρινάκια της θάλασσας, λες και βλαστούσαν μαζί και φίδια…
Οι φοιτητές έκαναν καμιά εβδομάδα επί τόπου ανίχνευση, κι ύστερα εξαφανίστηκαν. Μαζί και το κόλπο του Μάκη, ο οποίος φοβήθηκε μην τον ανακαλύψουν και έβαλε το φίδι του στο ράφι του χολ, να ησυχάσει πια από το πήγαινε – έλα.
Μια καυτή Πέμπτη, το περασμένο καλοκαίρι, που είχαμε πάει για μπάνιο στη λατρεμένη μας παραλία, είδα ξαφνικά μπροστά μου ένα φίδι να διασταυρώνει το δρόμο. Που ακόμα είναι χωματένιος, ακόμα ανήκει στις Αγγλικές Βάσεις και ακόμα διατηρείται παρθένο το τοπίο τριγύρω… Σταμάτησα απότομα και τράβηξα χειρόφρενο. Γύρισα να δω καλύτερα μην ήταν ψεύτικο. Αλλά σήμερα, ποια παιδιά ασχολούνται με τέτοιες σαχλαμάρες για να σπάνε πλάκα με τις γκάφες των οδηγών… Αυτά τα παιγνίδια γίνονται μόνο σε οθόνες πια…
Ήταν ένα αληθινό φίδι. Που το άφησα να ζήσει. Όχι γιατί αηδίασα μη ματώσουν οι ρόδες μου από τούτο το σιχαμερό ον, αλλά γιατί σκέφτηκα πως κάποια μάνα θα το περιμένει. Έχει κι αυτό μερίδιο από το μέλι της ζωής!… Γιατί όπως έλεγε ο Μάκης, στον περίπατο τούτο πάνω στη γη, όλοι δικαιούνται να πορευτούν. Είτε περπατώντας, είτε έρποντας…