Χθες βίωσα μια σκηνή…
Συγκλονιστική θα την χαρακτήριζα μιας και προφανώς ήμουν ήδη ψυχολογικά φορτισμένη και ήρθε μπροστά στα μάτια μου να με συνταρράξει, να μου υπενθυμίσει πράγματα τα οποία θεωρούμε αυτονόητα και δεν εκτιμούμε, δεν ευγνωμονούμε που τα έχουμε.
Ήμασταν σε γνωστό κατάστημα επίπλων και αφού είχαμε τελειώσει τα ψώνια καθίσαμε να φάμε ένα χοτ ντογκ. Κατά τη διάρκεια της αναμονής μου, δεν θα ήταν παραπάνω από πέντε λεπτά, απέναντι μου ήρθε και κάθισε ένα ζευγάρι γύρω στα εβδομήντα. Αυτός κρατούσε ένα γλαστράκι και μια κορνίζα. Δεν θυμάμαι την εμφάνιση του απλά μια απίστευτη εκφραστικότητα στα πολύ ζεστά μάτια του. Αυτή φορούσε μαύρα χαμηλά παπούτσια, φούστα καρό μάλλινη, από πάνω σακάκι και μια καφέ εμπριμέ εσάρπα.
Δεν μιλούσαν, μόνο της κρατούσε το χέρι και το χάιδευε με τον αντίχειρα του. Αυτή κοιτούσε ευθεία με μια γαλήνη που πραγματικά ζήλεψα. Είχα καρφωθεί πάνω τους, σίγουρα θα το κατάλαβαν αλλά δεν μπορούσα να το κρύψω.
Πραγματικά αυτή η αγνή και ανιδιοτελής αγάπη κάποιων ζευγαριών στην τρίτη ηλικία είναι κάτι που με συγκινεί βαθύτατα. Είναι μια σχέση η οποία δεν χρειάζεται αποδείξεις και προσπάθεια, όλα αυτά έχουν ήδη γίνει στο παρελθόν. Τώρα έχει απομείνει μόνο η αγάπη απλή και σκέτη όπως θα έπρεπε πάντα να είναι.
Φαντάστηκα πως θα ήταν η ζωή τους. Θα είχαν σίγουρα παιδιά και εγγόνια αυτό το κατάλαβα από την κορνίζα πολλαπλών φωτογραφιών που είχαν αγοράσει. Πολλά φυτά στο μπαλκόνι ή στην αυλή τους που θα τα φρόντιζαν με στοργή κάθε πρωί. Θα ξυπνούσαν, θα έπιναν μαζί το καφεδάκι τους το ελληνικό χωρίς πολλά λόγια και θα αρκούσε η παρουσία του ενός στον άλλο για να συνεχίζουν να ζουν μαζί κάθε μέρα, κάθε ώρα ως τον ύστατο χωρισμό. Ίσως πήγαιναν κάποια βόλτα αγκαζέ, να όπως ήρθαν και εδώ στο απέραντο πολυκατάστημα αγοράζοντας δυο μικρά πράγματα μόνο. Θα τους είχαν σίγουρα κουρέψει την σύνταξη και θα παραπονιούνταν που και που αλλά θα είχε ο ένας την συντροφιά του άλλου σε όλα τα δύσκολα. Άλλωστε δεν θα ήταν και η πρώτη φορά…
Τις σκέψεις μου διέκοψε ο φίλος μου που έφερε τα αναψυκτικά. Σταμάτησα λίγο να τους παρατηρώ όμως τους ένιωθα να υπάρχουν ακόμα εκεί, καθισμένοι στον ξύλινο πάγκο χέρι χέρι. Αναρωτιόμουν αν αυτή είναι η κατάληξη ενός θυελλώδους έρωτα, ενός προξενιού ή μιας τυχαίας γνωριμίας. Δεν έπαιζε και ιδιαίτερο ρόλο τελικά, απλά ήθελα να έχω ένα σενάριο στο μυαλό μου και το καλύτερο ήταν αυτό: Tης ιδανικής αγάπης, της παντοτινής αγάπης, της αγάπης που ο άλλος είναι εξίσου με εμάς σε όλα, που δεν υπάρχουν εγωισμοί, συμφέροντα, γκρίνιες και τσακωμοί μόνο η γαλήνη και η εμπιστοσύνη που έδειχαν να έχουν μεταξύ τους αυτοί οι δύο άνθρωπποι. Στην αγάπη, ένα κι ένα κάνουν ένα.
Κάποια στιγμή αυτή σηκώθηκε, πήγε κάτι να πάρει. Αυτός την ακολούθησε με τα μάτια και μια έγνοια στο πρόσωπο , ώσπου αυτή να χαθεί ανάμεσα στον κόσμο. Έμεινε για λίγο μόνος και σκυθρωπός, δίπλωσε σχολαστικά την εσάρπα της που είχε γλιστρήσει από τους ώμους της και είχε πέσει στον πάγκο και την έβαλε προσεκτικά σε μια πλαστική σακούλα. Μετά από λίγα λεπτά αυτή επέστρεψε. Ήταν ώρα να φύγουν. Σηκώθηκαν όρθιοι και τον βοήθησε να βάλει το παλτό του. Αυτή γύρισε και άρχισε να κατευθύνεται προς την έξοδο όταν αυτός της έκανε νόημα να σταθεί. Πήγε πίσω της, ξεδίπλωσε την εσάρπα και την έβαλε με προσοχή και φροντίδα στους ώμους της. Αυτή γύρισε και τον κοίταξε με στοργή. Αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες στην νοηματική, πιάστηκαν αγκαζέ και περπάτησαν αργά ως την πόρτα, ως εκεί που μπορούσαν να τους ακολουθήσουν τα μάτια μου.
Ο William Shakespeare είχε γράψει: «μíλα μου ψιθυριστά αν μου μιλάς για αγάπη». Απόψε είχα μάθει πως εκτός από το να ψιθυρίζεις μπορείς να μην μιλάς καθόλου. Γιατί δεν είναι ανάγκη ή γιατί απλά δεν μπορείς, δεν έχει σημασία. Η αληθινή αγάπη είναι αυτή που πηγάζει από την καρδιά και καθρεπτίζεται στα μάτια μας. Χωρίς καμία λέξη, καμία υπόσχεση. Βουβά κι αληθινά…