Γύρισα στο σπίτι και έβαλα κιμά να ξεπαγώσει. Έφτιαξα τσάι ζεστό να καλμάρει τον ταλαιπωρημένο από κρυολόγημα λαιμό μου και τακτοποίησα τα ψώνια του σουπερ μάρκετ. Άνοιξα υπολογιστή και είπα να γράψω. Για τον κιμά. Και τις ταλιατέλες, που μου έφερε η μαμά μου από εκδρομή στην Αράχωβα και τις βρίσκουν μούρλια τα κορίτσια, σχεδόν σα να βελτιώνουν τη γεύση του κιμά που τρελαίνομαι να μαγειρεύω.
Όχι ότι κάνω κάτι σπέσιαλ, απλά αδειάζω όλο το κουτί από τοματούλα στον τρίφτη και προσθέτω αλάτι – ζάχαρη και κανελογαρύφαλλο για να γίνει πιο κοκκινομερακλίδικη η σάλτσα. Σιγά τα πράγματα. Μικρές κιμαδοϊστορίες καθημερινής τρέλας. Που έχω ανάγκη να σ’τις πω. Για να βλέπεις ό,τι βλέπω εγώ εκείνη τη στιγμή, που δεν είσαι μαζί μου.
Ξέρεις… σαν τις άγαρμπες πρωινές ώρες που οδηγώ στο κέντρο και τρέχω πίσω από το σχολικό και καμιά φορά παρατηρώ ότι ο ουρανός είναι υπερτέλειος εκείνη την συγκεκριμένη ώρα. Σαν τη σκέψη που κάνω ότι ντύνεται ο άτιμος (ο ουρανός) έτσι, μόνο τότε, γιατί είναι νωρίς και γουστάρει να αποκαλύπτεται δυσκολοθώρητος, για να μην τον βλέπει η μάζα που χτυπάει φλέβα στην κίνηση τις ώρες της σιχτιρισμένης αιχμής. Σαν το φοβερό τσουρέκι που έχω ανακαλύψει σε έναν φούρνο μια ανάσα παρακάτω από τη στάση του σχολικού και αγοράζω ενίοτε, να κάνω έκπληξη στις μικρές που το βράδυ θα το ανακαλύψουν, όλο τιγκαρισμένο σε άσπρες σοκολάτες και κολλώδη ζύμη, που ποτέ δεν πετυχαίνω, όσες φορές κι αν το έχω επιχειρήσει να το κάνω εγώ. Μου βγαίνει ψωμοτσούρεκο. Εγκαταλείπω τις ζύμες που δεν μου βγαίνουν κολλώδεις στο τσουρέκι. Το ήξερες;
Κι αυτό τίποτα το σπέσιαλ. Αλλά πρέπει να στο πω.
Ή όπως τότε που ο γάτος μου μάσησε το καλώδιο του υπολογιστή και πλήρωσα ένα σκασμό λεφτά να πάρω μαϊμού τροφοδοτικό και μου χάλασε η διάθεση για κάνα δεκάλεπτο. Μέχρι να στο πω.
Άσε δε που η σκόνη Cold & Flu που βρίσκω στα Boots στην Αγγλία με πιάνουν πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε ματζούνι ή φάρμακο μου δώσει ο φαρμακοποιός της γειτονιάς. Και έπαιρνα τόνους τις κούτες σε κάθε μου ταξίδι, ενώ μου είπες ότι έχει και στο κέντρο κι εγώ το αγνοούσα. Στο κέντρο της Αθήνας η αγγλική μου σκόνη; Σώθηκε η φωνή μου από καριέρα σε ροζ γραμμές, μα δεν ξέρω αν είναι και καλό αυτό με την κρίση που μας διαπερνά.
Μου το είπες, σου το είπα, με βοήθησες, σε συμβούλεψα. Τόσο απλά και καθημερινά.
Όσο δύσκολο και εξοτίκ μοιάζει το “μαζί” στους περισσότερους.
Σε αυτούς που κρεμιούνται ταγάρια στους ώμους τον αγαπημένων τους και πιστεύουν ότι το τουγκέδα σημαίνει αναπνέω όταν αναπνέεις. Πνίγομαι όταν πνίγεσαι.
Γιατί τελικά το “μαζί” δεν είναι πάντα και τόσο “μαζί”. Ή έστω διαφαίνεται στη διάθεση που έχεις να μάθεις πως περνάω όταν δεν γίνεται να είμαστε μαζί. Ή έστω καλύπτεται όταν χρειάζομαι να σου περιγράψω πώς επεξεργάζονται οι αισθήσεις μου τις εικόνες που με κερνάει η ζωή. Η ζωή αυτή που με συνάντησε στο κάπου εκεί, που δεν ήμασταν μαζί, αλλά θα μπορούσαμε να είμαστε. Με λίγη μοιρασιά παραπάνω.
Και τελικά το “μαζί” μας δεν σώζεται πάντα από την 24/7 παρουσία, αλλά αντίθετα χτυπιέται τη φορά που ξέχασες ή αμέλησες ή αδιαφόρησες να μάθεις αν έφτασα στην πόλη που με περίμενε δουλειά πολύ, μετά από πτήσεις τόσο μετέωρες όσο και η ατμόσφαιρα της σχέσης μας, κάθε φορά που άφηνες την κόντρα και την κριτική σου να παίρνει τον έλεγχο. Δηλαδή συνέχεια.
Και τελικά δεν έμαθες ποτέ πόσο μου άρεσε ο χυμός μήλο, που μου πέταξες με το έτσι θέλω στο καλάθι, γιατί τον βρίσκεις εξαιρετικό και αισθάνεσαι πως πρέπει να τον δοκιμάσω. Και τον δοκίμασα. Και όντως είναι εξαιρετικός. Είδες; Έχουμε τόσα κοινά!
Ελπίζω μόνο να σου αρέσει εξίσου και ο κιμάς μου. Κι αν δε σου αρέσει, να δοκιμάσεις να κάνεις πως τον βρίσκεις έστω συμπαθητικό. Γιατί απλά τον αγαπώ εγώ.