Τα «αγιοβασιλιάτικα καραβάκια» της Χίου, μετεξέλιξη του χάρτινου καραβιού που περιέφεραν μικρής ή μεγαλύτερης ηλικίας καλαντιστές για τις τραγουδιστές ευχές της νέας χρονιάς, έλκουν, ενδεχομένως, την καταγωγή τους, όπως και άλλα συναφή έθιμα του Αιγαιακού χώρου, από το τροχοφόρο πλοίο των Ανθεστηρίων, επί του οποίου εισερχόταν στην Αθήνα, αλλά και στις λοιπές Ιωνικές πόλεις ο θεός Διόνυσος με τη συνοδεία του.
Ωστόσο, στην πόλη της Χίου το έθιμο αυτό, από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων και την απελευθέρωση του νησιού (1912- επίσημη προσάρτηση στην Ελλάδα το 1913), απέκτησε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία διασώζονται και εξελίσσονται έως και τις μέρες μας
Πιο συγκεκριμένα, στο διάστημα της δεκαετίας 1912-22, λόγω της «ηρωικής» ιστορικής συγκυρίας που επικράτησε, το χάρτινο πλοίο μεταμορφώθηκε σε τσίγκινο και αργότερα τενεκεδένιο, με αυτοσχέδια συστήματα που πρόσφεραν στα μικρά ή μεγάλα ομοιώματα τη δυνατότητα να σφυρίζουν τα φουγάρα τους ή να εκπυρσοκροτούν τα μικρά κανόνια τους. Τότε και οι καλαντιστές μεταβλήθηκαν σε πλήρωμα του πολεμικού τους πλοίου, εμφανιζόμενοι με ναυτικές πατατούκες και καπέλα, ο καθένας με τον ιδιαίτερο ρόλο του: καπετάνιος, θερμαστής, πυροβολητής, ναύτες ή τζόβενα. Από την εποχή, μάλιστα, της εγκατάστασης
Μικρασιατών προσφύγων στη Χίο, το έθιμο απέκτησε νέα ορμή, καθώς μικροί και μεγάλοι καλαντιστές – κατασκευαστές ταύτιζαν σε συμβολικό επίπεδο τα ομοιώματα αυτά με τα πολεμικά πλοία, που, αρχικά, συνδέθηκαν με την ελευθερία αλλά και τη σωτηρία, ενώ στη συνέχεια με την ποθητή ελπίδα ότι με αυτά θα γινόταν κάποτε κατορθωτή η παλιννόστηση των προσφύγων.
Η λαϊκή ουσία του εθίμου, μάλιστα, εκτός από το πολεμικό καραβάκι, συνδέθηκε και με την παραγωγή ιδιαίτερου περιεχομένου καλάντων, των πολεμικών και των προσφυγικών, αλλά και με τα κατεξοχήν λαϊκά συνοδευτικά τους όργανα, της πήλινης τσαμπούκας δηλαδή, και του αυτοσχέδιου συνήθως τουμπιού (τυμπάνου).
Το έθιμο μεταπολεμικά γνώρισε νέα αίγλη, συνδεδεμένο πάντα με τα φτωχόπαιδα των συνοικιών της πόλης και των προσφυγικών συνοικισμών της. Τα καραβάκια, πλουτισμένα με νέες ευρεσιτεχνίες, εξακολουθούσαν να φέρουν τα ονόματα πολεμικών πλοίων που συνδέθηκαν με σημαντικά ιστορικά γεγονότα- «Αβέρωφ», «Θύελλα», «Ιέραξ», «Έλλη», κ.τ.λ.- αλλά και αυτά των συνοικιών ή των ενοριών από όπου προέρχονταν: «Παναγία Τουρλωτή», «Άγιος Γεώργιος Φρουρίου», «Αγία Παρασκευή- Καστέλλο», «Παναγία Λέτσαινα», «Παναγία Ευαγγελίστρια».
Η φθίνουσα πορεία του εθίμου, εμφανής από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, ανακόπηκε στα 1976, όταν η Περιηγητική Λέσχη Χίου, υλοποιώντας πρόταση του Δ. Μαγγανά και του Γ. Τρεχαντζάκη, αποφάσισε να του εμφυσήσει νέα πνοή ζωής, δίνοντάς του μορφή εθιμικού διαγωνισμού.
Από τότε και μέχρι σήμερα, λοιπόν, κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, η πόλη της Χίου έχει τη δυνατότητα μιας εορταστικής αυτοπαρουσίασης και «εκτός των τειχών» της πλέον, χάρη στα αγιοβασιλιάτικα καραβάκια της, τα οποία διαφοροποιημένα τα ίδια, αλλά και με διαφοροποιημένες τις συνθήκες διεξαγωγής τους εξακολουθούν να επικοινωνούν σε ένα πολυπληθές κοινό τη Μεγάλη Ευχή στην τριπλή της σύνθεση: την αφήγηση της καλής αγγελίας, τον υπερβολικό έπαινο και το μουσικό της μέλος. Και ταυτόχρονα εξακολουθούν να οραματίζονται την ευφρόσυνη ρότα του εθίμου στο μέλλον, έτσι όπως την επιθυμεί και ο λαϊκός καλαντιστής:
Στέλλα Τσιροπινά
Γεννήθηκε στη Χίο, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος. Έργα της: Ο κύκλος που έκλεισε (Χίος, 1999 και 2001), Φώτης Αγγουλές: πορεία στο φως και το σκοτάδι της ζωής του (Χίος, 2010), Η θεατρικότητα των χιακών εθίμων του εορτολογίου 1. Πρωτοχρονιάτικα καραβάκια. Λάζαροι (Χίος, 2012, Α΄ τ. διδακτορικής διατριβής στο Τμήμα Θεάτρου Α. Π. Θεσσαλονίκης) κ.ά.
Πηγή: aplotaria.gr